PABLO NERUDA
ΗΡΘΕ Ο ΕΡΩΤΑΣ· ΜΑΣ ΕΦΕΡΕ ΜΙΑ ΟΥΡΑ
ΜΕ ΠΟΝΟΥΣ
Ἦρθε ὁ ἔρωτας· μᾶς ἔφερε μιὰ οὐρὰ μὲ πόνους,
ἀχτίδα ἀκίνητη, ἐπιμήκη καὶ ὅλο ἀγκάθια,
κι ἐμεῖς ἐκλείσαμε τὰ μάτια: δὲν χωρίζει
τοὺς δυό μας τίποτα, καμιὰ πληγὴ ἢ κατάρα.
Δὲν φταῖν τὰ μάτια σου γιὰ τοῦτο δῶ τὸ κλάμα·
τὰ χέρια σου δὲν μπήξανε σπαθὶ σὰν τοῦτο·
τὰ πόδια σου δὲν γύρεψαν αὐτὸν τὸν δρόμο·
τὸ σκοτεινὸ τὸ μέλι στάζει στὴν καρδιά σου.
Ἄφοῦ, ἄχ, ὁ ἔρωτας σὰν ἄλλο μέγα κύμα
ἐπάνω στὸν σκληρὸ μᾶς πέταξε τὸν βράχο,
μᾶς ζύμωσε μετὰ μ᾽ ἕνα μονάχα ἀλεύρι,
καὶ ὁ πόνος ἔπεσε σὲ μι᾽ ἄλλη καὶ γλυκιὰ ὄψη
κι ἔτσι στὸ φῶς τῆς ἐποχῆς τῆς ἀνοιγμένης
ἁγιάστηκε ἡ ἄνοιξη ποὺ ἦταν πληγωμένη.
Μετάφραση: Γιῶργος
Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου