Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟ

 

Η ιδέα του Κατακλυσμού είχε μόλις μπαγιατέψει,

Κι ένας λαγός σταμάτησε ανάμεσα στα τριφύλλια και στις σειόμενες καμπανούλες να κάνει την προσευχή του στο ουράνιο τόξο μέσ’ απ’ τον ιστό της αράχνης.

Ω ! οι πολύτιμοι λίθοι που εκρύβονταν, − τα άνθη που ήδη κοιτούσαν.

Στον μεγάλο και βρόμικο δρόμο είχανε στηθεί πάγκοι και κιόσκια, τις δε βάρκες τις είχαν από ώρα τραβήξει πέρα, προς την κατσαρωτή θάλασσα, όπως τη βλέπουμε και στις χαλκογραφίες.

Το αίμα κύλησε, στο μαγαζί του «Κυανοπώγωνα», − στα σφαγεία, − στα τσίρκα, όπου του Θεού η σφραγίδα εθόλωνε τα παράθυρα. Το αίμα κύλησε· και το γάλα κύλησε.

Οι κάστορες έχτισαν. Τα ποτήρια με τους μαζαγκράνες εκάπνισαν στα καπηλειά.

Στο μεγάλο τζαμωτό σπίτι (μουσκεμένο ακόμα, να στάζει από παντού) τα παιδιά που πενθούσαν είχαν μείνει να κοιτάζουν τις υπέροχες εικόνες.

Μια πόρτα χτύπησε με πάταγο, και στην πλατεία του χωριού, μες στην εκθαμβωτική νεροποντή, το παιδί γύρισε κατά κει τα χέρια του, κάτι που πρόσεξαν όλοι οι ανεμοδείκτες και όλα τα κοκόρια στα καμπαναριά των εκκλησιών, παντού.

Η Μαντάμ *** εγκατέστησε ένα κλειδοκύμβαλο στις Άλπεις. Η θεία λειτουργία και οι πρώτες ιερές μεταλήψεις τελέστηκαν στις εκατό χιλιάδες άγιες τράπεζες του καθεδρικού ναού.

Τα καραβάνια έφυγαν. Το Χοτέλ Σπλέντιντ εχτίστηκε στο χάος των πάγων και της πολικής νύχτας.

Τότε πρωτάκουσε η Σελήνη τα τσακάλια να ουρλιάζουν στου θυμαριού τις ερημίες, − καθώς και τα βουκολικά άσματα να φοράνε ξυλοπάπουτσα και να γρυλίζουν στα μποστάνια. Κατόπιν, στη βιολετιά υλοτομία που μόλις είχε αρχίσει να πετάι μπουμπούκια, η Εύχαρις μου είπε ότι ήταν άνοιξη.

− Τινάξου, τέναγος, − Κι εσύ, αφρέ, πιάσε-κύλησε στη γέφυρα και πάνω από το δάσος· − μαύρα σεντόνια και αρμόνια εκκλησιαστικά, − αστραπές και βροντές – σηκωθείτε ψηλά και βροντήστε. − Νερά και θλίψεις, σηκωθείτε ψηλά και σηκώστε και τους Κατακλυσμούς κεί πάνω.

Γιατί αφότου εξαλείφθηκαν, − ω οι πολύτιμες πέτρες που εθάφτηκαν, μα και τ’ άνθη τ’ ανοιγμένα! – τα πάντα είναι πλήξη, σκέτη πλήξη! και η Βασίλισσα, η Μάγισσα, που ανάβει την ανθρακιά της στο πήλινο δοχείο, ποτέ δεν θα θελήσει να μας πει τί ξέρει αυτή κι εμείς δεν το ξέρουμε.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου