ARTHUR RIMBAUD
ΑΥΓΗ
Αγκάλιασα και φίλησα τη θερινή αυγή.
Τίποτα δεν εσάλευε ακόμα στου ανακτόρου την πρόσοψη. Νεκρό ήτανε το νερό. Και σκιώδεις οι καταυλισμοί δεν το εκούναγαν ρούπι απ’ τον δρόμο του δάσους. Περπάτησα – περπάτησα αφυπνίζοντας τις ζωηρές και χλιαρές πνοές, τα πετράδια έριξαν μια ματιά, τα δε φτερά υψώθηκαν εντελώς αθορύβως.
Το πρώτο συναπάντημα έγινε στο μονοπάτι το ήδη γεμάτο δροσερές και συνάμα κάτωχρες φολίδες λάμψεων: ένα λουλούδι ήτανε που μού ’πε τ’ όνομά του.
Με τον ξανθό καταρράχτη που ξεμαλλιάστηκε ανάμεσα στα έλατα εγέλασα: στην ασημωμένη κορυφή τους τη θεά αναγνώρισα.
Τότε και ανασήκωσα έναν-έναν τους πέπλους. Στην αλέα, κουνώντας τα χέρια. Σ’ ολόκληρο τον κάμπο, όπου και την ανέφερα στον πετεινό. Στη μεγάλη πόλη μού τό ’σκασε ανάμεσα απ’ τα καμπαναριά και τους τρούλους, κι εγώ μετά, τρέχοντας σαν τον ζητιάνο στις μαρμάρινες αποβάθρες, είχα πιάσει να τήνε κυνηγάω.
Ψηλά πάνω στον δρόμο, πλάι σ’ ένα δαφνόδασο, την ετύλιξα με τα μαζεμένα της πέπλα και ανεπαισθήτως ένιωσα το απέραντο σώμα της. Η αυγή και το παιδί στου δάσους έπεσαν τα χθαμαλά.
Όταν εξύπνησα είχε πάει πια μεσημέρι.
Μετάφραση
: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου