SALVATORE QUASIMODO
ΟΙ ΝΕΚΡΕΣ ΚΙΘΑΡΕΣ
Η γη μου είναι τα ποτάμια
της, κολλητά στη θάλασσα,
κανένας άλλος τόπος δεν
έχει φωνή τόσο αργή,
κι εκεί τα πόδια μου
πατάνε και πηγαίνουν
ανάμεσα απ’ τα βούρλα που
σαλιγκάρια τα βαραίνουν.
Είναι βέβαια φθινόπωρο.
Κομματιασμένες στον άνεμο
σηκώνουν τις χορδές τους οι
νεκρές κιθάρες
και στο μαύρο στόμα τους κάποιο
χέρι τρέμει
με δάχτυλα πύρινα.
Στου φεγγαριού τον
καθρέφτη
χτενίζονται κορίτσια με
πορτοκάλινα στήθη.
Ποιός κλαίει; Τ’ άλογα ποιός
τα μαστιγώνει στον αέρα
τον κόκκινο; Σε τούτη εδώ
θα σταματήσουμε εμείς την όχθη
όπου αλυσίδες χαλκεύει η
χλόη, κι εσύ, αγάπη μου, όχι,
μη με φέρνεις μπρος στον
αχανή εκείνον
τον καθρέφτη: εκεί μέσα βλέπεις
παιδιά
που τραγουδάνε και νερά
και δέντρα θεόρατα.
Ποιός κλαίει; Όχι εγώ,
πίστεψέ με: στα ποτάμια
κυλούν πλαταγισμοί
καμουτσικιών απελπισμένοι,
τα ζοφερά τα άλογα τα
θκειαφένια αστροπελέκια.
Δεν κλαίω εγώ – η φυλή
μου εμένα έχει μαχαίρια
που φλέγονται και
φεγγάρια και πληγές που καίει.
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου