Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ

 

Όχι, δεν είναι αυτό, όχι. Δεν κοιτάζω

απ’ την άλλη πλευρά του ορίζοντα κάποιον ουρανό.

Δεν σκέπομαι μάτια ήσυχα και δυνατά,

που ηρεμούν όσα άγρια ​​νερά εδώ βρυχώνται.

Δεν κοιτάζω αυτόν τον καταρράκτη των φώτων που κατεβαίνουν

από το στόμα ίσαμε το στήθος, στα χέρια τα αβρά,

σε φώτα πεπερασμένα, που αποθησαυρίζονται σε τούτον εδώ τον κόσμο.

Παντού ολόγυρα βλέπω γυμνά κορμιά νά ’ναι πιστά

στην κόπωση του κόσμου. Σάρκα φευγαλέα το καθένα τους που μάλλον

γεννήθηκε για να γίνει σπίθα φωτός, να καίει

από έρωτα και να είναι το τίποτα στερημένο από μνήμη, η όμορφη του φωτός στρογγυλάδα.

Και ό,τι είναι εδώ είναι εδώ, μαραίνεται όντας αιώνιο,

διαδοχικό, στέρεο, και όντας πάντα, πάντα κουρασμένο.

 

Είναι άχρηστο όσο κι ένας μακρινός άνεμος με φυτική μορφή ή όσο και μια γλώσσα

που γλείφει τον όγκο της σιγά-σιγά και για ώρα, τον ακονίζει,

τον γυαλίζει, τον θωπεύει, τον εξυψώνει.

Ανθρώπινα σώματα, κουρασμένοι βράχοι, γκρίζοι σβώλοι

που έχετε στην ούγια της θάλασσας πάντοτε συνείδηση

τού ότι η ζωή δεν τελειώνει, όχι — η ζωή κληρονομείται.

Σώματα επαναλαμβανόμενα αύριο, σώματα άπειρα, κυλάτε, πάντοτε κυλάτε

σαν αργός αφρός, βγαλμένος απ’ την πλάνη — πάντοτε κυλάτε.

 

Και πάντα σάρκα του ανθρώπου, δίχως φως! Και πάντα να κυλάει

από εκεί, από έναν ωκεανό χωρίς καταγωγή που στέλνει

κύματα, κύματα, αφρούς, σώματα κατάκοπα, γιαλούς

μιας θάλασσας που δεν τελειώνει και που πάντοτε στις άκρες της αγκομαχάει.

 

Όλοι, πολλαπλασιασμένοι, επαναλαμβανόμενοι, διαδοχικοί, στοιβάζετε τη σάρκα,

τη ζωή, χωρίς ελπίδα, τα πάντα μονότονα ίδια κάτω από τους σκυθρωπούς ουρανούς που απαθώς κληρονομούνται.

Πάνω σε τούτη τη θάλασσα από σώματα που χύνονται εδώ ακατάπαυστα, που σπάνε εδώ

στρογγυλά και παραμένουν θνητά στα παράλια,

δεν φαίνεται, όχι, εκείνο το γρήγορο σκαρί, το σβέλτο ιστιοφόρο,

αυτό με την ατσάλινη καρίνα, νά ’ρθει και να σκίσει λοξοπηγαίνοντας,

ν’ ανοίξει και να χύσει αίματα φωτός και να φύγει αμέσως

προς τον βαθύ ορίζοντα, προς τις απαρχές

του βίου, προς το έσχατο όριο του αιώνιου ωκεανού

όπου όντα ανθρώπινα

τα γκρίζα κορμιά τους χαλαλίζουν. Προς το φως, προς αυτήν την στιλπνή κλίμακα

που ανεβαίνει από στήθος καλοκάγαθο προς στόμα,

προς μεγάλα, ολόκληρα μάτια που στιοχάζονται,

προς τα σιωπηλά, πεπερασμένα χέρια που φυλακίζουν,

όπου μονίμως κουρασμένοι και γεμάτοι ζωή

εξακολουθούμε να γεννιόμαστε και πάντα θα γεννιόμαστε.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτἠς.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου