PABLO NERUDA
ΑΝΤΙΟ, ΠΑΡΙΣΙ
Τί
όμορφος ο Σηκουάνας, το πλούσιο το ποτάμι,
με
τα σταχτόχρωμά του δέντρα:
πύργους
του και βελόνες του συνάμα.
Εγώ
όμως τί γυρεύω εδώ, αλήθεια, τί;
Κι
από ρόδο είναι εδώ τα πάντα ωραιότερα,
από
ρόδο ξέφρενο, αχαλίνωτο,
από
ρόδο ήδη λιποθυμισμένο.
Είναι
αμφιλύκη τούτ’ η γης·
το
δειλινό και η χαραυγή
είναι
τα δυό του ποταμόπλοια
που
περνούν και συναντιούνται
χωρίς
να χαιρετιούνται, αδιάφορα τελείως,
γιατί
πριν χίλιες χιλιάδες χρόνια
γνωρίστηκαν
κι αγαπηθήκαν.
Κι
έχει περάσει πια χρόνος πολύς.
Ζάρωσε
η πέτρα και πήραν μπόι
οι
κίτρινοι καθεδρικοί ναοί,
τα
εργοστάσια τα παράδοξα,
και
τώρα το φθινόπωρο καταβροχθίζει ουρανό,
με
σύννεφα τρέφεται και με καπνό,
και
ηγεμονεύει σαν μαύρος βασιλιάς
σ’
έναν γιαλό ολόκληρον μες στις ομίχλες.
Στον
κόσμο δεν υπάρχει εσπέρα πιο γλυκιά.
Έχουν
όλα στην ώρα τους συγυριστεί·
το
χρώμα το απότομο, η κραυγή η αόριστη·
απόμεινε μονάχα η αραιή ομίχλη·
τυλιγμένο
πια το φως στα δέντρα
έχει
το πράσινό του ρούχο από νωρίς ντυθεί.
Έχω
τόσα και τόσα εγώ να κάνω στη Χιλή·
με
περιμένουν ο Σαλίνας και η Λάουρα·
σε
όλους χρωστάω κάτι εκεί στην πατρίδα μου,
και
την ώρα ετούτη το τραπέζι έχει στρωθεί
και
με περιμένουνε στα σπίτια όλα,
όπως
άλλωστε με περιμένουν κι άλλοι για να με πληγώσουν·
αφήνω
που ’ναι κι εκείνα τα δέντρα
με
το σκουριασμένο τους φύλλωμα
που
ξέρουνε καλά τα ντράβαλά μου,
την
ευτυχία μου, μα και τα βάσανά μου:
εκείνα
είναι τα φτερά τα δικά μου
και
το νερό που τόσο θέλω,
η
θάλασσα η βαριά σαν πέτρα,
η
πιο ψηλή απ’ όλα εκεί τα κτίρια,
γαλάζια
και σκληρή σαν άστρο.
Εγώ
όμως τί γυρεύω εδώ, αλήθεια, τί;
Πώς
βρέθηκα σε τούτα εδώ τα μέρη;
Πρέπει
νά ’μαι εκεί που με καλούνε
για
ν’ αγιάσω τα θεμέλια,
για
να κάνω χαρμάνι άμμο και ανθρώπους,
για
να πιάσω τα φτυάρια και το χώμα,
γιατί
πρέπει να τα φτιάξουμε όλα
εκεί
στη γη που γεννηθήκαμε,
γιατί
πρέπει να ρίξουμε θεμέλια γερά στην πατρίδα,
στο
τραγούδι, στο ψωμί και στη χαρά μας,
γιατί
πρέπει να καθαρίσουμε την τιμή μας
σαν
να καθαρίζουμε τα νύχια μιας βασίλισσας,
κι
έπειτα να κυματίσουνε στον άνεμο
εξαγνισμένες
οι σημαίες όλες
πάνω
στης Παταγονίας τους κρυστάλλινους πύργους.
Αντίο,
του Παρισιού φθινόπωρο, αντίο,
γαλάζιο
καράβι, θάλασσα ερωτική,
αντίο
ποτάμια, γέφυρες, αντίο,
ψωμί
κρουστό κι ευωδιαστό,
βαθύ
και αβρό κρασί, αντίο
και
πάλι αντίο, φίλοι που με αγαπήσατε ,
φεύγω
τραγουδώντας,
στις
θάλασσες τραβώ,
γυρνάω
σπίτι μου για ν’ ανασάνω ρίζες.
Η
διεύθυνσή μου είναι απροσδιόριστη, ζω
στην
ανοιχτή τη θάλασσα όπως και στην ανοιχτή στεριά,
και
πόλη μου εμένα είναι η γεωγραφία.
Μένω
στην οδό «Φεύγω»,
στον
αριθμό «Για να μη γυρίσω».
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου