Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2020

ΑΠΛΩΣ ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣ

 


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

ΑΠΛΩΣ ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΗΣ 

Στὸν Ἀντώνη Μπαλασόπουλο

Πρὶν τὶς ἀρχειοθετήσω, ἐγὼ ὁ ἴδιος μὲ τὰ χέρια μου συλλέγω τὶς ἱστορίες: συμβάντα καὶ γνώση συμβάντων καλή. Γονατίζω πάνω ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὰ κλέη, καὶ κλαίει ἡ καρδιά τους ὅπως τὶς συλλέγω, γιατὶ τὶς κόβω, τὶς τσακίζω καὶ τὶς χωρίζω ἀπὸ τὴν πηγαία τους ρίζα — αὐτό, ἄλλωστε, θὰ πεῖ συλλέγω, to pick up, aufzupflücken, σκύβω καὶ κόβω καὶ μαζεύω μαζὶ καὶ ταξινομῶ καὶ κωδικεύω, καὶ ἔτσι ἀρχειοθετῶ. Βάζω στὸ πικάπ, ἕνα Κένγουντ παλιό, πεντηκονταετίας καὶ βάλε, ποὺ ὅμως ἀντέχει ἀκόμα καὶ παρέχει πιστότητα ὑψηλή,... βάζω, λοιπόν, ναπολιτάνικες καντσονέτες μὲ τὸν Μούρολο καὶ εὐθὺς ἔπειτα ἔρχονται ἀσπασμοὶ ὑπὸ τὸ σεληνόφως μὲ μαντολίνα, βαρκαρόλες σὲ μικρὰ φοιτητικὰ διαμερίσματα τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽70, γέλια τέλεια σὰν τὸν ἥλιο καὶ τσιφτετέλια στὰ πανηγύρια τῶν περιχώρων τῆς Νεμέας, ὅπως ἔρχεται καὶ τὸ γνωστὸ λιοντάρι ποὺ τὸ σκότωσε σὰν πυρπολημένο δάσος κάποιος πού ᾽πνιγε, λένε, φίδια ἀπὸ μωρὸ στὴν κούνια του κι ἔπινε τὸν μισὸ Ἀλφειὸ ὅποτε διψοῦσε. Ἀλλάζω δίσκους στὸ πικάπ, βάζω τάνγκο, βάζω Ντύλαν, βάζω Μίκη, βάζω Μάνο, καὶ οὐρανομήκη τῶν σαμάνων τὰ μηνύματα μὲ στεῖλαν κιόλας νὰ ἐποπτεύω ἕνα στιχηρὸ παλάγκο μεταξὺ Πειραιῶς καὶ Μοντεβιδέο καὶ νὰ βλέπω ἐκεῖ γύρω ὅλο βουνά, μὲ τὸν Ἰωσὴφ Γαριβάλδη καὶ τὸν ὅμαιμο ἀδελφό του Γεώργιο Καραϊσκάκη στὸ πρόσταγμα κι ἐμένα σὲ ἐμπιστευτικὴ ὑπηρεσία, νὰ συλλέγω ἱστορίες καὶ κόντρα ἱστορίες γιὰ συμφορὲς καὶ κατορθώματα, γι᾽ ἀνδραγαθήματα ἄνευ ἀναθημάτων, γιὰ ἀγγίγματα ψυχῶν καὶ βλεφάρων, ἐξάψεις ὑποκοριστικῶν καὶ δάκρυα ἀναρριχητικὰ μισοσβησμένων λέξεων σὲ πάπυρους μὲ χαβιάρια καὶ μὲ ἄπειρους ὀρθογραφίας συντάκτες ἢ ἀντιγραφεῖς, καὶ νὰ πρέπει νὰ διορθώνω τοῦ λόγου μου καὶ τὰ ἡμαρτημένα τους, errata λέει, τέρατα, κέρατα, πέρατα καὶ ὀπερέτες, δαψίλειες παλίμψηστες αἰσθημάτων, τέφρες ἐπὶ τεφρῶν στὸ χρῶμα τῆς στάχτης, καὶ νὰ ἔχω νὰ μὲ ξεστρατίζει πάνω στὴν ἅψη τῆς δουλειᾶς ἐκεῖνος ὁ ἀξέχαστος ἀχάτης ποὺ ἦταν καὶ νεφρίτης καὶ ἀμέθυστος, ἀλλὰ καὶ σάπφειρος, καὶ ἐνίοτε, ἅμα τά ᾽πινε, γινότανε καὶ ἀμπανόζι λειασμένο καὶ λέξεις σκορποχώρι λιασμένες καὶ ἕξεις καὶ ὀρέξεις καὶ ἐφέσεις καὶ προθέσεις καὶ βουλήσεις, ἐπίσης δὲ καὶ καταιγίδες ἐκφωνημάτων ὡς σημάτων μὲ ἀζαλέες καὶ σφυροδρέπανα καινούργια, τοῦ κουτιοῦ, ὁλοκαίνουργια, ἄθικτα ἀκόμα.

Δὲν θὰ μακρηγορήσω. Ἐπιμελῶς τὶς συλλέγω τὶς ἱστορίες, τὶς μαζεύω, τὶς ἀρχειοθετῶ, ναί, μὰ δὲν μπορῶ, δὲν γίνεται, καὶ νὰ τὶς λέω ἐγώ. Γι᾽ ἄλλους τὶς ἔχω νὰ τὶς λένε, καὶ τὶς λένε, καὶ ὅσο τὶς λένε, τὶς λένε καλὰ καὶ ὅλο καὶ καλύτερα. Νά, τώρα μόλις ἔκοψα μιὰ μαργαρίτα ἀπ᾽ τὸ λιβάδι τῆς ζωολογίας ποὺ πήγαινε νὰ γίνει μαργαριτάρι σὲ γουρουνίσιο ρύγχος. Ich habe Schwein, λέω καὶ δὲν ἔχω μόνο γουρούνι, ἀλλὰ καὶ τύχη. Ἔχω τύχη σημαντική. Ἀλλὰ κι ἐσεῖς ἔχετε τὸ μαργαριτάρι, καλοί μου λυρικοὶ μου ἐντεταλμένοι, ἀρχειοδίφες δεινότατοι καὶ ἱστοριῶν ὑποκριτὲς ἐπί σκηνῆς, τὸ δὲ παράπαν —ἄ, τὸ καλὸ νὰ λέγεται— τὸ ἔχετε σὲ ρίμες ἀπὸ μέσα εὐθυτενεῖς καὶ ὡς μύστες εἶστε σεμνοὶ καὶ χρυσορρήμονες.

Νέο Ψυχικό, 10 Δεκεμβρίου 2020

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου