Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

PICASSO / ΠΙΚΑΣΣΟ

 


ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

PICASSO

 

à Pablo Picasso

 

le toréador vit à présent à Elassona

installé à longeur de journée sur la place aux gros pavés sous les platanes

et l’homme du café va vient revient sans cesse et renouvelle

le café dans la tasse et le tabac dans le narghileh du toréador

jusqu’à ce que nostalgiquement passent les heures

et que des myriades d’oiseaux s’assemblent

dans le feuillage touffu des platanes

ce qui veut dire que le soleil se couche

 

c’est alors que les conspirateurs un à un se glissent dans l’étroite ruelle

silencieux comme tombe la nuit et les aide

presque invisibles à se rassembler eux aussi

tels les oiseaux

là où il le doivent

et de grosses larmes coulent de leurs misérables prunelles

 

et la mère qui veut anéantir les fascistes

dans la chambre assombrie où se concertent à voix basse les conspirateurs

du plafond pendent des grappes de piments rouges qui sèchent

de ses mains caleuses que décorent les rosaires

elle ôte le verre de la lampe et l’allume

et ces mêmes mains caleuses salies maintenant par le pétrole

tranquillement elle les essuie sur son tablier

 

et comme — ainsi qu’il a été déjà dit — ele ne désire rien tant que d’anéantir les criminels

la vieille prend la lampe de dessus la table

ouvre avec une certaine hâte la fenêtre

et tend dehors

— dans la nuit —

la main énorme qui tient la lampe

 

vieille mère ! lui crie-t-on

où portes-tu cette lampe ?

mais à l’instant même dans les champs d’Avila se meuvent

des ombres suspectes aux mitraillettes sous l’aisselle

et comme de loin brillait pareille à une étoile

la lumière brandie à la fenêtre

une à une se mirent à résonner les guittares

 

et les gitanes se mirent à danser

avec leur beaux culs et leurs larges jupes aux mille couleurs

tandis que de leurs chaudes bouches fardées — comme un cri de douleur —

s’échappait le texte de la chanson :

« je te dirai ma solitude par Soleares »

 

et les majos s’acharnaient sur les guitares

et la canaille fasciste tirait en plein sur la foule

et elles sous leurs mules de satin

— aux hauts talons —

par terre — sur les gros pavés— elles piétinaient mon cœur

 

mais c’est alors que ce fut à en perdre la tête

lorsqu’un taureau au poil rouge entra en scène

des flammes lui sortaient des naseaux

et des banderilles lui piquaient douloureusement l’échine et le garrot

 

et il se mit de çà de là à cogner de la tête

éventrant

dépeçant les chairs avec ses cornes

jetant haut en l’air

tout ce qu’il touchait

et des monceaux de cadavres s’amoncelaient

cadavres de chevaux d’hommes

dans les rivières du sang qui coulait

 

( des banderilles lui DÈCORAIENT douloureusement l’échine et le garrot )

 

et les jeunes filles aux seins merveilleux s’étendirent par terre

et dans leurs yeux radieux se couchaient

et se levaient

des soleils

 

 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Νίκος Ἐγγονόπουλος, Στὴν κοιλάδα μὲ τοὺς ροδῶνες, Ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 1978, σελ. 117-122.

 



ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

ΠΙΚΑΣΣΟ

 

εἰς Παῦλον Πικασσό

 

ὁ ταυρομάχος τώρα πλέον ζεῖ στὴν Ἐλασσόνα

εἰς τὴν λιθόστρωτη πλατεῖα κάτω ἀπ᾽ τὰ πλατάνια

κι᾽ ὁ καφφετζῆς ἀέναα πηγαινοέρχεται κι᾽ ἀνανεώνει

τὸν καφφὲ στὸ φλυτζάνι καὶ τὸν καπνὸ στὸν ἀργελὲ τοῦ ταυρομάχου

ὡς ὅτου νὰ περάσουνε νοσταλγικὰ

τῆς μέρας οἱ ὧρες

καὶ συναχτοῦν πουλιῶν μυριάδες

μέσ᾽ στὶς πυκνὲς φυλλωσιὲς τῶν πλατανιῶνε

ὅπου σημαίνει πὼς ὁ ἥλιος δύει

 

τότε οἱ συνωμότες ἕνας ἕνας γλυστρᾶνε στὸ σοκάκι

σιωπηλὰ ὡς πέφτει ἡ νύχτα καὶ βοηθᾶ τους

ἀπαρατήρητοι νὰ συναχτοῦν κι᾽ αὐτοὶ σὰν

τὰ πουλιὰ

ἐκεῖ ποὺ θέλουν

καὶ δάκρυα βαρειὰ κυλοῦν ἀπὸ τὰ δόλια τους τὰ μάτια

 

καὶ ἡ μητέρα ὅπου ζητεῖ ν᾽ ἀναχαιτίση τοὺς φασίστες

μέσα στὸ σκοτεινὸ δωμάτιο κεῖ ποὺ σιγομιλοῦν οἱ συνωμότες

καὶ κρέμονται ἀπ᾽ τὸ ταβάνι πιπεριὲς γιὰ νὰ στεγνώνουν

μὲ τὰ ροζιάρικα τὰ χέρια ποὺ τὰ κοσμοῦν ροδάρια

βγάζει τῆς λάμπας τὸ γυαλὶ καὶ τὴν ἀνάφτει

καὶ τὰ ροζιάρικα πάλι τὰ χέρια ποὺ τὰ λερῶσαν τὰ πετρέλαια

ἥσυχα ἥσυχα τὰ σφουγγίζει στὴν ποδιά της

 

καὶ καθὼς εἴπαμε ὅτι ποθεῖ ν᾽ ἀναχαιτίση τοὺς φονιάδες

παίρν᾽ ἡ γριὰ τὴ λάμπα ἀπ᾽ τὸ τραπέζι

κι᾽ ἀνοίγει τὸ παράθυρο μὲ βιάση

κι᾽ ὄξω τεντώνει

—μέσ᾽ στὴ νύχτα—

τὴ χερούκλα ποὺ κρατᾶ τὴ λάμπα

 

γριὰ μάνα! τῆς φωνάζουν

ποῦ τὴν πᾶς τὴ λάμπα;

ὅμως μέσ᾽ στὰ χωράφια τῆς Ἀβίλας δὲς σαλέψαν

ὕποπτες σκιὲς μ᾽ αὐτὀματα στὴν ἀμασκάλη

κι᾽ ὡς ἀπὸ μακρυὰ ἐφάνταζε σὰν ἄστρο

τὸ φῶς ποὺ εἶχε βγαλθῆ στὸ παραθύρι

ἄρχισαν λίγο λίγο ν᾽ ἀντηχοῦν κιθάρες

 

κι᾽ οἱ γύφτισσες ἐπιάσαν νὰ χορεύουν

μὲ τὶς ὡραῖες λαγόνες καὶ τὰ πολύχρωμα ἀνεμιζούμενα πλατειὰ φουστάνια

ἐνῶ ἀπ᾽ τὰ θερμὰ βαμμένα στόματά τους ἴδια κραυγὲς πόνου

ἐξέφευγαν τοῦ τραγουδιοῦ τὰ λόγια:

«θὰ σοῦ πῶ τὴ μοναξιά μου μὲ τὸ Soleares»

 

κι᾽ οἱ majos λυσσάγαν πάνω στὶς κιθάρες

καὶ τὰ φασιστικὰ καθάρματα πολυβολούσανε τὰ πλήθη

κι᾽ αὐτὲς μὲ τὰ μεταξωτὰ γοβάκια τους

—μὲ τὰ ψηλὰ τακούνια—

χάμω —πάνω στὸ καρντερίμι— τσαλαπατοῦσαν τὴν καρδιά μου

 

τότε ἐγίνηκε «ποὺ νὰ σοῦ φύγη τὸ καφάσι»

σὰν ἕνας ταῦρος κοκκινότριχος πετάχτηκε στὴ μέση

φλόγες καθὼς τοῦ βγαίνανε ἀπ᾽ τὰ ρουθούνια

κι᾽ οἱ μπαντερίλλιες τοῦ βελόνιαζαν ὀδυνηρὰ τὸ σβέρκο καὶ τὴν πλάτη

 

κι᾽ ἄρχισε δῶ καὶ κεῖ νὰ κουτουλάη

νὰ ξεκοιλιάζη

νὰ λιανίζη σάρκες μὲ τὰ κέρατά του

ψηλὰ στὸν ἀέρα νὰ τινάζη

ὅσους χτυποῦσε

καὶ νὰ σωριάζωνται βουνὸ κουφάρια ἕνα γύρο

ἀλόγων ἀνθρώπων

μἐσ᾽ σὲ ποτάμια αἷμα

 

(τὸ σβέρκο καὶ τὴ ράχη του ὀδυνηρὰ ΚΟΣΜΟΥΣΑΝ μπαντερίλλιες)

 

κι᾽ οἱ κόρες μὲ τοὺς ὡραίους μαστοὺς ἀνάσκελα ἐξαπλωθῆκαν χάμω

καὶ μέσ᾽ στὰ ὡραῖα μάτια τους δύανε

κι᾽ ἀνατέλλαν

ἥλιοι

 

 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Νίκος Ἐγγονόπουλος, Ποιήματα, Ἐκδόσεις Ἴκαρος, Ἀθήνα 1999, σελ. 210-212.

Ἀνήκει στὴν ποιητικὴ συλλογὴ Ἡ ἐπιστροφὴ τῶν πουλιῶν, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1946.

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου