Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΤΟΥ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΟΥ

 


JORGE LUIS BORGES

 

ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΤΟΥ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΟΥ

 

Ἕναν ἐχθρὸ ἔχω μόνο. Ποτέ μου δὲν θὰ μάθω μὲ ποιὸν τρόπο κατάφερε νὰ μπεῖ στὸ σπίτι μου τὴ νύχτα τῆς 14ης Ἀπριλίου 1977. Δύο ἦσαν οἱ πόρτες ποὺ εἶχε ἀνοίξει: ἡ βαριὰ πόρτα στὸν δρόμο καὶ ἡ ἄλλη τοῦ μικροῦ μου διαμερίσματος. Ἄναψε τὸ φῶς καὶ μὲ ξύπνησε ἀπό ᾽ναν ἐφιάλτη ποὺ δὲν θυμᾶμαι, στὸν ὁποῖον ὅμως ὑπῆρχε κάποιος κῆπος. Χωρὶς νὰ ὑψώσει τὴ φωνή του μὲ διέταξε νὰ σηκωθῶ καὶ νὰ ντυθῶ πάραυτα. Εἶχε ἀποφασίσει τὸν θάνατό μου, καὶ ὁ τόπος ποὺ εἶχε ὁριστεῖ γιὰ τὴν ἐκτέλεση ἦταν λίγο μακριά. Ἄναυδος καὶ φοβισμένος ὑπάκουσα. Ἦταν πιὸ κοντὸς ἀπὸ ἐμένα, ἀλλὰ καὶ πιὸ στιβαρός, τὸ δὲ μίσος του τοῦ εἶχε δώσει δύναμη. Τῶν χρόνων τὸ πέρασμα δὲν τὸν εἶχε ἀλλάξει· ἁπλῶς τοῦ εἶχε βγάλει κάτι ἀσημένιες τρίχες στὰ μαῦρα του μαλλιά. Τὸν κρατοῦσε σὲ ἐγρήγορση καὶ τοῦ ᾽δινε ζωντάνια ἡ μοίρα μιᾶς μαύρης, μιᾶς ἀνάποδης εὐτυχίας. Ἀνέκαθεν μὲ ἀπεχθανόταν καὶ τώρα θὰ μὲ σκότωνε. Ὁ γάτος μου ὁ Μπέπο μᾶς ἐκοίταζε ἀπὸ τὴν αἰωνιότητά του, μὰ δὲν ἔκανε τίποτα νὰ μὲ σώσει. Οὕτε ὁ τίγρης, ποὺ τὸν ἔχω σ᾽ ἕνα μπλὲ κεραμικὸ στὸ ὑπνοδωμάτιό μου, οὔτε οἱ μάγοι καὶ τὰ τζίνια μέσ᾽ ἀπὸ τοὺς τόμους τῶν Χιλίων καὶ Μιᾶς Νυχτῶν. Ἤθελα κάτι νὰ μὲ συνοδεύσει. Τοῦ ζήτησα νὰ μ᾽ ἀφήσει νὰ πάρω μαζί μου ἕνα βιβλίο. Τὸ ὅτι θὰ διάλεγα νὰ πάρω ἕν᾽ ἀντίτυπο τῆς Βίβλου θὰ ἦταν καὶ τὸ προφανέστερο. Ἀπὸ τοὺς δύο τόμους τοῦ Ἔμερσον τὸ χέρι μου βούτηξε ἕναν, στὴν τύχη. Γιὰ νὰ μὴν κάνουμε θόρυβο κατεβήκαμε μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὴ σκάλα. Μέτραγα τὸ κάθε μου βῆμα. Παρατήρησα ὅτι πρόσεχε μὴ μ᾽ ἀκουμπήσει, λὲς καὶ ἡ ὅποια ἐπαφὴ μ᾽ ἐμένα θὰ τὸν ἐμόλυνε.

Στὴ γωνία Τσάρκας καὶ Μαϊπού, ἔξω ἀπὸ τὴν πολυκατοικία, περίμενε μι᾽ ἅμαξα. Μὲ μιὰν ἐπίσημη χειρονομία, ποὺ σήμαινε ἐντολή, μ᾽ ἔβαλε ν᾽ ἀνεβῶ πρῶτος. Ὁ ἁμαξὰς ἤξερε ἤδη τὸν προορισμό μας καὶ ἔδωσε μιὰ καμουτσικιὰ στὸ ἄλογο. Ἡ διαδρομὴ ἦταν πολὺ ἀργὴ καί —εὐνόητο εἶναι— χωρὶς κουβέντες. Φοβόμουν (ἢ ἤλπιζα) πάντως ὅτι θὰ ἦταν ἀτελείωτη. Ἡ νύχτα εἶχε μιὰ γαλήνια σελήνη καὶ καθόλου ἀέρα. Στοὺς δρόμους ψυχὴ δὲν ὑπῆρχε. Καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ μεριὲς τοῦ ὁδοστρώματος τὰ χαμηλὰ σπίτια —ὅλα τους πανόμοια— μᾶς εἶχαν κυκλωμένους. Σκέφτηκα τότε: στὸν Νότο βρισκόμαστε ἀκόμα. Ψηλὰ μὲς στὸ σκοτάδι εἶδα τὸ ρολόι ἑνὸς πύργου· στὸν μεγάλο του φωτισμένο δίσκο δὲν ὑπῆρχαν οὔτε ἀριθμοὶ οὔτε δεῖχτες. Ἀπ᾽ ὅσο κατάλαβα καὶ ξέρω δὲν περάσαμε οὔτε ἀπὸ μία λεωφόρο. Δὲν φοβόμουν, μάλιστα οὔτε κὰν φοβόμουν ὅτι φοβᾶμαι, καὶ μάλιστα οὔτε κὰν φοβόμουν ὅτι φοβᾶμαι ὅτι φοβᾶμαι — μὲ τὸν ἐλεατικὸ τρόπο σκέψεως ποὺ ἄγει στὸ ἄπειρο· ὅταν, ὅμως, ἡ πόρτα τῆς ἅμαξας ἄνοιξε κι ἔπρεπε νὰ κατεβῶ, τὸ πράγμα πλέον τότε ἄλλαξε. Ἀνεβήκαμε κάτι λίθινα σκαλοπάτια. Ὑπῆρχαν ἐκεῖ ἁπλῶς παρτέρια μὲ λειασμένες πέτρες καὶ πάρα πολλὰ δέντρα. Μὲ ὁδήγησαν σ᾽ ἕν᾽ ἀπ᾽ αὐτὰ καὶ μὲ διέταξαν νὰ ξαπλώσω στὰ χορτάρια, νὰ πέσω ἀνάσκελα, μὲ τὰ χέρια μου ἁπλωμένα νὰ σχηματίζουν σταυρό. Ἀπὸ τὴ θέση τούτη διέκρινα μιὰ λύκαινα ρωμαϊκή, ὁπότε καὶ ἤξερα πιὰ ποῦ βρισκόμασταν. Τὸ δέντρο τοῦ θανάτου μου ἦταν κάποιο κυπαρίσσι. Χωρὶς νὰ τὸ θέλω εἶπα τὸν διάσημο στίχο ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκλογὴ τῶν Βουκολικῶν τοῦ Βιργιλίου: Quantum lenta solent inter viburna cupressi.

Θυμήθηκα ὅτι lenta σὲ αὐτὰ τὰ συνυφαινόμενα σήμαινε εὔκαμπτα, τίποτα ὡστόσο τὸ εὔκαμπτο δὲν εἶχαν τοῦ δέντρου μου τὰ φύλλα. Ἦσαν ὅλα τους ὅμοια, ἄκαμπτα, καὶ λαμπερὰ καὶ ἀπὸ ὑλικὸ νεκρό. Σὲ καθένα τους ὑπῆχε κι ἕνα μονόγραμμα. Ἔνιωσα ἀναγούλα καὶ συνάμα ἀνακούφιση. Ἤξερα ὅτι μὲ μιὰ μεγάλη προσπάθεια θὰ σωζόμουν. Θὰ σωζόμουν ἐγὼ ἢ θὰ χανόταν αὐτός, μιᾶς καί, ἀπορροφημένος ὅπως ἦταν ἀπ᾽ τὸ μίσος του, δὲν εἶχε προσέξει οὔτε τὸ ρολόι οὔτε τὰ τερατώδη ἐκεῖνα κλαδιά. Ἔβγαλα τὸ φυλαχτό μου καὶ γράπωσα τὰ χόρτα καὶ μὲ τὰ δυό μου χέρια. Πρώτη καὶ τελευταία φορὰ εἶδα μιὰ λεπίδα νὰ ξαστράφτει. Ξύπνησα· τὸ ἀριστερό μου χέρι ἀκούμπαγε τὸν τοῖχο τοῦ δωματίου μου.

Τί ἀλλόκοτος ἐφιάλτης καὶ τοῦτος — σκέφτηκα· καὶ ξαναβυθίστηκα ἀμέσως στὸν ὕπνο μου.

Τὴν ἑπόμενη μέρα ἀνακάλυψα ὅτι στὸ ράφι τῆς βιβλιοθήκης ὑπῆρχε ἕνα κενό· ἔλειπε τὸ βιβλίο τοῦ Ἔμερσον — εἶχε ξεμείνει στ᾽ ὄνειρό μου. Δέκα μέρες ἀργότερα μοῦ εἶπαν ὅτι ὁ ἐχθρός μου εἶχε κάποια νύχτα φύγει ἀπ᾽ τὸ σπίτι του καὶ πὼς δὲν εἶχε γυρίσει. Καὶ οὔτε πρόκειται νὰ γυρίσει. Φυλακισμένος ὅπως εἶναι στὸν ἐφιάλτη μου μέσα θ᾽ ἀνακαλύψει μὲ τρόμο, κάτω ἀπ᾽ τὴ σελήνη ποὺ δὲν εἶδα, τὴν πόλη μὲ τ᾽ ἄδεια ρολόγια, τὰ περίεργα δέντρα ποὺ δὲν μεγαλώνουν, καὶ ποιός ξέρει πόσα ἄλλα πράγματα.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.


 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου