ΦΙΛΟΞΕΝΟΣ Ο ΚΥΘΗΡΙΟΣ
ΕΡΓΑ
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ο Φιλόξενος ὁ Κυθήριος (435-380 π.Χ.) υπῆρξε σημαντικὸς ποιητής, και μνημονευόταν πάντοτε ἐπαινετικὰ ἀπὸ τοὺς ὁμοτέχνους του: τόσο ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους.
Στὸ πλαίσιο τῆς παρούσας ἐργασίας μας παρουσιάζεται μεταφρασμένο τὸ ἔργο του. Στὸ πρώτο μέρος παρατίθενται μαρτυρίες γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ποιητικὴ πορεία τοῦ ποιητῆ· τὸ δεύτερο μέρος καταλαμβάνεται ἀπὸ τὰ σωσμένα ἔργα του. ὅπου C παραπέμπουμε στό: D.A. Campbell, Greek Lyric, Loeb Classical Library 1991· καὶ ὅπου P παραπέμπουμε στό: D.L. Page, Poetae Melici Graeci, Oxford 1962.
Α. ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
1 C.
Σούδα, Φ 393
Ὁ Φιλόξενος, γιὸς του Εὐλυτίδη, καταγόταν ἀπ᾽ τὰ Κύθηρα καὶ ἦταν λυρικὸς ποιητής. Ἔγραψε εἰκοσιτέσσερις διθυράμβους· ἀπεβίωσε στὴν Ἔφεσο. Μετὰ τὴν ὑποδούλωση τῶν Κυθήρων ἀπὸ στοὺς Λακεδαιμόνιους ὁ Φιλόξενος ἀγοράστηκε ἀπὸ κάποιον Ἀγέσυλο, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνάθρεψε καὶ τὸν ἐμεγάλωσε δίνοντάς του τὸ ὄνομα Μύρμηξ. Παιδεία ἔλαβε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀγέσυλου, ὅταν καὶ τὸν ἀγόρασε ὁ λυρικὸς ποιητὴς Μελανιππίδης. Ὁ Καλλίστρατος γράφει ὅτι ὁ Φιλόξενος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ποντοηράκλεια. Μελικῷ τῷ τρόπω συνέγραψε τὴ Γενεαλογία τῶν Αἰακιδῶν.
2 C.
Marmor Parium / Πάριο Χρονικό, ἐπιγραφὴ 69
Ἀπὸ τότε ποὺ ὁ διθυραμβοποιὸς Φιλόξενος ἐξεμέτρησε τὸ ζῆν σὲ ἡλικία 55 ἐτῶν, παρῆλθαν 116 ἔτη, ἄρχων δὲ στὴν Ἀθήνα ἤτανε ὁ Πυθέας.
3 C.
Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορικὴ βιβλιοθήκη, ΙΕ 6
Στὴ Σικελία ὁ τύραννος τῶν Συρακουσῶν Διονύσιος, ἔχοντας πιὰ ἀπεμπλακεῖ ἀπ᾽ τοὺς πολέμους μὲ τοὺς Καρχηδόνιους, καὶ εἰρήνη μακρὰ ἀπλάμβανε καὶ καιρὸ γιὰ σχόλη πολλὴ εἶχε. Γι᾽ αὐτὸ καὶ μετὰ πολλῆς σπουδῆς ἐπιδόθηκε στὴ συγγραφὴ ποιημάτων, φροντίζοντας μάλιστα νὰ μετακαλεῖ στὴν αὐλή του ὅσους εἶχαν γνωρίσει δόξα στὰ ζητήματα τὰ ποιητικά, τοὺς ἐτιμοῦσε δὲ μὲ τὴ συντροφιά του, ἀλλὰ τοὺς εἶχε συνάμα καὶ ἐπιμελητὲς καὶ διορθωτὲς τῶν ποιημάτων του. Ἀντλώντας περηφάνεια ἀπ᾽ τὰ λόγια τῶν ποιητῶν, ποὺ ἀνταπέδιδαν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὶς εὐεργεσίες τοῦ τυράννου στὸ πρόσωπό τους, ὁ Διονύσιος ἐκαυχᾶτο πιὸ πολὺ γιὰ τὶς ποιητικές του συνθέσεις παρὰ γιὰ τὰ πολεμικά του κατορθώματα. Ὁ διθυραμβοποιὸς Φιλόξενος, ὄντας ἐξ ἐκείνων τῶν ποιητῶν ποὺ πολὺ συχνὰ συναναστρεφόταν ὁ Διονύσιος καὶ χαίρων ὄχι ἁπλῶς μεγάλης, ἀλλὰ μεγίστης ἐκτιμήσεως γιὰ τὸ προσωπικὸ ὕφος τῶν ποιητικῶν του κατασκευῶν, ρωτήθηκε σὲ κάποιο συμπόσιο, ὕστερα ἀπ᾽ τὴν ἀνάγνωση μερικῶν ποιημάτων τοῦ τυράννου, ποὺ πρόδιδαν μὲν καταβολὴ μόχθου μεγάλου, μὲ ἀποτέλεσμα ὅμως ὄντως μοχθηρό, δηλαδὴ κάκιστο, ποιά ἦταν σχετικῶς ἡ γνώμη του. Ὁ ἐρωτηθεὶς ἀπάντησε μὲ παρρησία μεγαλύτερη τοῦ διὰ τὰς περιστάσεις κανονικοῦ, κάτι ποὺ ἔκανε τὸν τύρανο νὰ στενοχωρηθεῖ πολύ, ἀλλὰ καὶ νὰ κατηγορήσει τὸν ποιητὴ ὅτι μὲ τὴν κρίση του ἐκείνη ἔδειχνε μονάχα τὸν φθόνο του καὶ ὅτι ἡ ζήλεια του τὸν ὁδήγησε στὴ βλασφημία· κατόπιν ὁ Διονύσιος διέταξε τοὺς ὑπηρέτες του νὰ τὸν πιάσουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν χωρὶς ἀναβολὴ στὰ λατομεῖα νὰ σπάει πέτρες. Τὴν ἑπόμενη μέρα καὶ ἀφοῦ οἱ συνόντες στὰ συμπόσια φίλοι παρακάλεσαν τὸν τύραννο νὰ συγχωρήσει τὸν Φιλόξενο, ὁ Διονύσιος συμφιλιώθηκε μὲ τὸν ποιητὴ καὶ ξανακάλεσε τὴν ἴδια συντροφιὰ σὲ συμπόσιο. Ἐκεῖ, καὶ καθὼς εἶχε φτάσει ἡ ὥρα τοῦ ποτοῦ, ὁ Διονύσιος ἀκούστηκε νὰ καυχιέται καὶ πάλι γιὰ τὰ ποιήματά του, νὰ ἀπαγγέλλει καὶ πάλι κάμποσους στίχους ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ὀ ἴδιος ἐθεωροῦσε ὑψηλὰ ποιητικὰ ἐπιτεύγματα καὶ νὰ ρωτάει καὶ πάλι τὸν Φιλόξενο: Πῶς σοῦ φαίνονται αὐτὰ τὰ ποιήματα; Ὁ Φιλόξενος, χωρὶς νὰ πεῖ τίποτ᾽ ἄλλο, ἐκάλεσε ἁπλῶς τοὺς ὑπηρέτες τοῦ Διονυσίου νὰ τὸν πάρουν καὶ νὰ τὸν πᾶνε στὰ λατομεῖα νὰ σπάει πέτρες. Ἡ εὐτραπελία τῶν λόγων ἔκανε τότε τὸν Διονύσιο νὰ χαμογελάσει καὶ νὰ ὑπομείνει τὴν κριτικὴ παρρησία τοῦ Φιλόξενου, διότι, ὡς γνωστόν, τὸ γέλιο ἀμβλύνει καὶ ἁπαλύνει τὸν ψόγο. Μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅμως, ποὺ καὶ οἱ γνώριμοί του, ἀλλὰ καὶ ὀ ἴδιος ὁ Διονύσιος τοῦ ζήτησαν νὰ ἀφήσει κατὰ μέρος τὴν ἐντελῶς ἄκαιρη παρρησία του, ὁ Φιλόξενος τοὺς ἔδωσε μιὰ παράξενη ὑπόσχεση: τοὺς εἶπε συγκεκριμένα ὅτι μὲ τὴν κρίση του καὶ τὴν ἀλήθεια θὰ ὑπηρετήσει καὶ τὸν Διονύσιο δὲν θὰ δυσαρεστήσει — καὶ ὄντως ἔτσι ἔγινε. Διότι, ὅταν ὁ τύραννος, ἀφοῦ ἀπήγγειλε στίχους ποὺ παρουσίαζαν παθήματα ἐλεεινὰ καὶ ἀξιολύπητα, τὸν ρώτησε Πῶς σοῦ φαίνονται τὰ ποιήματα ἐτοῦτα; αὐτὸς ἀπάντησε Οἰκτρά — κι ἔτσι μὲ τὸν ἀμφίσημο λόγο του ἐτήρησε στὸ ἀκέραιο τὴ διπλὴ ὑπόσχεσή του: ὁ μὲν Διονύσιος ἐπίστεψε ὅτι τὸ οἰκτρὰ σήμαινε τὰ ἐλεεινὰ καὶ ἀξιολύπητα παθήματα ποὺ προκαλοῦν τὸ ἅπαν τῆς συμπαθείας, κάτι ὅμως ποὺ μόνο οἱ καλοὶ ποιητὲς μποροῦν νὰ καταφέρουν· οἱ ὑπόλοιποι τῆς παρέας, ἀπ᾽ τὴν ἄλλη μεριά, ἔπιασαν τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ἀπάντησης, καθὼς ἐξέλαβαν ὅτι τὸ χρησιμοποιηθὲν ἐπίθετο χαρακτήριζε τὴν ποιότητα τοῦ ποιητικοῦ ἀποτελέσματος.
4 C.
Σούδα, Φ 397
Φιλοξένου γραμμάτιον, ἤτοι Γραμματάκι τοῦ Φιλόξενου. Λέγεται γιὰ ὅποιον δὲν συμφωνεῖ μὲ τοὺς ὅρους, μὲ τοὺς ὁποίους προσκαλεῖται νὰ συμμετάσχει σὲ κάτι, καὶ μᾶλλον τοὺς ἀρνεῖται. Ὅταν δραπέτευσε ὁ Φιλόξενος ὁ Κυθήριος ἀπὸ τὰ λατομεῖα τῶν Συρακουσῶν, ὅπου τὸν εἶχαν ρίξει, ἐπειδὴ δὲν ἐπαινοῦσε τὰ τραγικὰ ποιήματα τοῦ τυράννου των Διονύσιου, μετέβη στὸν Τάραντα τῆς Σικελίας, ὅπου καὶ ζοῦσε. Ὅταν τὸν προσκάλεσε ὁ Διονύσιος μὲ ἐπιστολή γτου νὰ ἐπανακάμψει στὶς Συρακοῦσες, ὁ Φιλόξενος, γιὰ νὰ μὴν ἀπαντήσει εὐθέως, πῆρε ἕναν πάπυρο καὶ ἔγραψε πολλὲς φορὲς τὸ γράμμα ο, ἐννοώντας τὴν ἄρνηση οὐ καὶ θέλοντας νὰ δηλώσει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅτι ἀποποιεῖται τὴν πρόσκληση.
5 C.
Πλούταρχος, Ἠθικά (Περὶ μουσικῆς), 1142a
Καὶ ὁ Ἀριστοφάνης, ὁ κωμικὸς ποιητής, μνημονεύει τὸν Φιλόξενο λέγοντας ὅτι στοὺς κύκλιους χορούς, δηλαδὴ στὶς κυκλικὲς χορωδίες τῶν διθυράμβων, εἰσήγαγε μέλη, παναπεῖ μελωδίες.
6 C.
Πλούταρχος, Ἠθικά (Περὶ μουσικῆς), 1142b
Τὸ ὅτι ἀνάλογα μὲ τὸν τρόπο διδασκαλίας καὶ ἐκμαθήσεως ἔχουμε διόρθωση ἢ καταβαράθρωση τῶν ἐπιδόσεων τοῦ μαθητῆ μᾶς τὸ κατέστησε φανερὸ ὁ Ἀριστόξενος. Λέει, μάλιστα, ὅτι ἀπὸ τοὺς συνομήλικούς του ὁ Τελεσίας, ἄνδρας καταγόμενος ἀπὸ τὴ Θήβα, ὅταν ἤτανε νέος, ἔτυχε ν᾽ ἀνατραφεῖ μὲ τὴν καλύτερη δυνατὴ μουσικὴ καὶ νὰ μάθει μεταξὺ ἄλλων ἐπιτυχημένων συνθέσεων καὶ τὰ ἔργα τοῦ Πίνδαρου, τοῦ Διονύσιου τοῦ Θηβαίου, τοῦ Λάμπρου, τοῦ Πρατίνα καὶ τῶν λοιπῶν λυρικῶν ποιητῶν ποὺ ἔγιναν σπουδαῖοι καὶ περιφανεῖς μουσικοσυνθέτες, ὅπως τοῦ ἔτυχε ἐπίσης νὰ μάθει νὰ παίζει ὡραῖα τὸν αὐλὸ καὶ νὰ ἀσκηθεῖ ἀρκούντως καὶ στοὺς ὑπόλοιπους κλάδους σύμπασας τῆς παιδείας καὶ τοῦ ἐπιστητοῦ. Μόλις, ὅμως, ἄφησε πίσω του τὴν ἀκμὴ τῆς νιότης του, τόσο πολὺ πλανήθηκε καὶ ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τὴν ποικίλη καὶ τὴ σκηνικὴ μουσική, ὥστε ἔφτασε σὲ σημεῖο νὰ περιφρονήσει τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα ἔργα, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε μεγαλώσει, καὶ νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὴν ἐκμάθηση τῶν ἔργων τοῦ Φιλόξενου καὶ τοῦ Τιμόθεου, καὶ ἀπὸ αὐτὰ μάλιστα μὲ ὅσα διακρίνονταν γιὰ τὴ μεγάλη ποικιλία καὶ γιὰ τὸν πλοῦτο τῶν καινοτομιῶν ποὺ περιεῖχαν· ὅταν, ὅμως, ἐπιθύμησε σφοδρὰ νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὴ σύνθεση μουσικῆς καὶ προσππαθώντας νὰ τὸ πετύχει καὶ μὲ τὸν πινδάρειο καὶ μὲ τὸν φιλοξένειο τρόπο, σκόνταψε στὸ ὕφος τοῦ Φιλόξενου, μὴν καταφέρνοντας τίποτα — αἰτία δὲ τῆς ἀποτυχίας αὐτῆς ἦταν ἡ ἄριστη ἀγωγὴ ποὺ εἶχε λάβει ἀπὸ παιδί.
7 C.
Φιλόδημος ὁ Ἐπικούρειος, Περὶ Μουσικῆς, 1.23
Καὶ ἂν συγκρίνουμε τοὺς τρόπους τοῦ διθύραμβου, δηλαδὴ τὸν τρόπο τοῦ Πίνδαρου μὲ τὸν τρόπο τοῦ Φιλόξενου, θὰ βροῦμε μὲν μεγάλη διαφορὰ στὰ ἐπιφαινόμενα ἤθη, παναπεῖ στοὺς ἠθικοὺς χαρακτῆρες ποὺ θέλει ὁ καθένας τους νὰ ἐμπνεύσει στοὺς ἀκροατές του· θὰ διαπιστώσουμε, ὅμως, ὅτι ὁ τρόπος τους εἶναι ὁ ἴδιος.
8 C.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοπφισταί, Η 352c
Ὁ Στρατόνικος, μάλιστα, μιμήθηκε τοὺς εὐτράπελους λόγους τοῦ ποιητῆ Σιμωνίδη, ὅπως ἀναφέρει ὀ Ἔφορος στὸ δεύτερο μέρος τοῦ Περὶ εὑρημάτων ἔργου του, ὅπου καὶ λέει ὅτι καὶ ὁ Φιλόξενος ὁ Κυθήριος μὲ παρόμοια πράγματα καταπιάστηκε.
9 C.
Στοβαῖος, Ἀνθολόγιον, 2.31.86
Ὅταν κάποτε ρωτήθηκε ὁ Φιλόξενος ὁ μουσικὸς τί τὰ μάλιστα εὐνοεῖ τὴν παιδεία, ἀπάντησε «ὁ χρόνος».
Ἀνθολόγιον Μονάχου 260 (iv 289, Augustus Meineke, Stobaeus)
Ὁ Φιλόξενος παρακινοῦσε τοὺς μαθητές του νὰ τιμοῦν τοὺς δασκάλους τους πιὸ πολὺ ἀπ᾽ ὅσο τοὺς γονεῖς τους, διότι οἱ μὲν γονεῖς ἦσαν αἴτιοι τοῦ ζῆν, οἱ δὲ δάσκαλοι τοῦ καλῶς ζῆν.
Ἀνθολόγιον Μονάχου 261 (iv 289, Augustus Meineke, Stobaeus)
Ὁ ἴδιος εἶπε σ᾽ ἕναν νεαρὸ ποὺ εἶχε κοκκινίσει: «Ἔχε θάρρος καὶ μὴ ντρέπεσαι — καὶ τῆς ἀρετῆς τὸ χρῶμα κόκκινο εἶναι»
10 C.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Η 341e
Γιὰ τὸν Φιλόξενο λόγο κάνει καὶ ὁ Σώπατρος ὁ παρωδὸς καὶ λέει:
Στὴ μέση κάθεται τοῦ τραπεζιοῦ,
ὅπου οἱ πιατέλες μὲ τὰ ψάρια
ἔρχονται καὶ πᾶνε, καὶ πᾶνε κι ἔρχονται
καὶ περιμένει πότε ἀπ᾽ τῆς Αἴτνας
τὸ στόμα μέσα θά ᾽βγει μουσική.
11 C.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Η 341a
Γιὰ τὸν κυθήριο διθυραμβοποιὸ Φιλόξενο ὁ κωμωδιογράφος Μάχων γράφει τὰ ἑξῆς:
Ὁ Φιλόξενος, λένε, ὁ ποιητὴς τῶν διθυράμβων,
ἤτανε ὑπερβολικὰ ψαροφαγάς. Λένε δὲ
ὅτι μιὰ φορὰ στὶς Συρακοῦσες
ἕνα χταπόδι δύο πῆχες βρῆκε καὶ τὸ ἀγόρασε,
καὶ ἀφοῦ τό ᾽ψησε τό ᾽φαγε ὅλο
ἐκτός ἀπ᾽ τὴν κουκούλα του· τὸν ἔπιασε
ὅμως δυσπεψία φοβερὴ καὶ τὰ χρειάστηκε
γιὰ τὰ καλά· ἕνας γιατρὸς μετὰ ποὺ ἦρθε νὰ τὸν δεῖ
καὶ ἐξετάζοντάς τον τόνε βρῆκε χάλια,
τοῦ εἶπε: «Ἂν σοῦ μένει κάτι ἀκόμα
νὰ τακτοποιήσεις, κάν᾽ το γρήγορα,
μὴν ἀμελεῖς, Φιλόξενε — πρὶν πάει
ἑφτὰ ἡ ὥρα θὰ πεθάνεις».
Ὁ ποιητὴς τοῦ ἀποκρίθηκε: «Οἱ ὑποθέσεις μου,
γιατρέ, ἔχουν ὅλες τους κανονιστεῖ... ὅλα
ἐν τάξει ἀπὸ καιρὸ εἶναι τώρα... ρυθμισμένα.
Τοὺς διθυράμβους μου, μὲ τὴ βοήθεια τῶν θεῶν,
τοὺς ἔχω κάνει πιὰ ἄντρες ὁλόκληρους
κι ὅλοι τους ἔχουν τιμηθεῖ μὲ στεφάνια νίκης·
στὶς Μοῦσες, στὶς συντρόφισσές μου, τοὺς ἀφήνω,
καὶ τῆς διαθήκης μου ἐκτελεστὲς ἔχω ὁρίσει
τὴν Ἀφροδίτη καὶ τὸν Διόνυσο —
τὸ ἔχω σαφῶς γραμμένο, δὲν χρειάζεται ἑρμηνεία.
Μὰ ἐπειδὴ ὁ Χάρος τοῦ Τιμόθεου
δὲν μ᾽ ἀφήνει στιγμὴ σὲ ἡσυχία,
γι᾽ αὐτόνε λέω ποὺ γράφει στὴ Νιόβη του,
κι ὅλο μὲ φωνάζει νὰ μπῶ στὸ πορθμεῖο του,
κι ἐπειδὴ ἡ μαύρη μοίρα μὲ καλεῖ
καὶ ἀναγκαστικὰ νὰ τὴν ἀκούσω πρέπει
καὶ κάτω ἐγὼ νὰ κατεβῶ, γι᾽ αὐτό, θερμοπαρακαλῶ,
δῶστε μου ὅ,τι ἔμεινε ἀπὸ τὸ χταποδάκι μου,
νὰ πάω ἐκεῖ μ᾽ ὅλα τὰ πράγματά μου».
Καὶ σὲ κάποιο ἄλλο σημεῖο γράφει:
Λένε πὼς κάποτε ὁ Φιλόξενος ἀπὸ τὰ Κύθηρα
ἐξέφρασε τὴν εὐχὴ τρεῖς πῆχες λάρυγγα νά ᾽χε,
«γιὰ νά ᾽χω», εἶπε, «πολλὴ ὥρα νὰ καταπίνω
ὅ,τι τρώω καὶ ν᾽ ἀπολαμβάνω τέλεια
ὅλα τὰ φαγητὰ καὶ ὅλες τὶς τροφές».
12 C.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, ΙΔ 643d
Αὐτὰ λέει κι ὁ Φιλόξενος ἀπὸ τὰ Κύθηρα, τὸν ὁποῖο Φιλόξενο τὸν ἐπαινεῖ ὀ Ἀντιφάνης στὸν Τριταγωνιστή του μὲ τὰ πιὸ κάτω λόγια:
Μὲ μεγάλη διαφορὰ ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ποιητὲς καλύτερος
εἶναι ὁ Φιλόξενος. Καὶ τοῦτο γιατί, πρῶτ᾽ ἀπ᾽ ὅλα,
παντοῦ χρησιμοποιεῖ λέξεις δικές του, ὁλοκαίνουργιες.
Κατόπιν γιατί, δεῖτε!, οἱ μελωδίες του πολὺ καλὰ
ἔχουνε γίνει ἕνα μὲ παραλλαγὲς καὶ ἠχοχρώματα!
Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους ἀνάμεσα ἦταν ἐκεῖνος,
θεὸς ποὺ τὴν πραγματικὴ ἐκάτεχε τέχνη τῶν Μουσῶν.
Ὅσο γιὰ τοὺς ποιητὲς τοὺς τωρινούς — αὐτοὺς ἄσ᾽ τους!
Αὐτοὶ σκαρώνουνε τραγούδια κισσόπλεχτα
μὲ τὰ νερὰ τῆς κρήνης καὶ μὲ φτερούγια ἄνθινα
ἀνακατώνοντας συνέχεια μελωδίες ἄσχετες
μὲ κάτι λέξεις ἀκατάσχετες καὶ κουρελιάρες.
Β. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΚΥΚΛΩΨ Ἢ ΓΑΛΑΤΕΙΑ
815 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, ΙΓ 598e
Ὁ ἄντρας ἀπ᾽ τὰ Κύθηρα, ὁ Φιλόξενος,
ποὺ οἱ Μοῦσες τὸν ἀνάθρεψαν καὶ γράμματα τοῦ ᾽μάθαν
καὶ τόνε βάλανε ταμία τοῦ Βάκχου καὶ τοῦ Φοίβου
στὰ κελάρια καὶ στὴν ὀρχήστρα,
αὐτὸς ὁ Φιλὄξενος, λέω, ξέρεις... ξέρεις δὰ
τί ντράβαλα εἶχε καὶ τί δεινὰ ἐπέρασε
στὸ νησὶ τῆς Ὀρτυγίας καὶ στὴν πόλη...
γιὰ τὴ μεγάλη του λαχτάρα ποὺ ἐπόθαε τὴ Γαλάτεια —
κι ἐκείνη, ἀρνάδα σωστή, τὸν ἔβαζε νὰ τὴν ἀρμέγει.
816 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Α 6e
Ὁ Φαινίας ὁ Ἐρέσιος, ἱστορικὸς καὶ φιλόσοφος, καὶ μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλη, λέει ὅτι ὁ Φιλόξενος, ὁ κυθήριος ποιητής, μουρλαινότανε γιὰ ψαροφάι καὶ ὅτι κάποιο βράδυ ποὺ δειπνοῦσε μὲ τὸν Διονύσιο, στοῦ Διονύσιου τὰ ἀνάκτορα, ὅταν εἶδε νὰ σερβίρουνε σ᾽ ἐκεῖνον ἕνα μεγάλο μπαρμπούνι καὶ στὸν ἴδιον ἕνα μικρό, ἔπιασε τὸ μπαρμπουνάκι μὲ τὰ χέρια καὶ τό ᾽φερε κοντὰ στ᾽ ἀφτί του. Ὁ Διονύσιος ζήτησε τότε νὰ μάθει γιὰ ποιό λόγο ἔκανε ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ Φιλόξενος τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι, ἐπειδὴ συγγράφει τὴ Γαλάτειά του, ἤθελε νὰ μάθει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ψαριοῦ κάτι πράγματα γιὰ τὸν Νηρέα... καὶ ὅτι τὸ μπαρμπούνι τοῦ ᾽πε ὅτι δὲν ἤξερε νὰ τοῦ πεῖ τίποτα, γιατὶ τό ᾽χανε ψαρέψει μικρούλι, ἐνῶ τὸ ἄλλο, ἡ μπαρμπουνάρα, ποὺ εἴχανε σερβίρει στὸν Διονύσιο καὶ ποὺ ἤτανε καὶ μεγαλύτερο στὰ χρόνια, ἤξερε τὰ πάντα, καὶ μὲ λεπτομέρειες μάλιστα, καὶ νὰ τὸ ρώταγε ὅ,τι ἤθελε νὰ μάθει, νὰ τὸ μάθαινε. Ὁ Διονύσιος ξεκαρδίστηκε στὰ γέλια καὶ τοῦ πάσαρε τὸ μπαρμπούνι ποὺ εἶχε μπροστά του. Φχαριστιόταν πολὺ ὁ Διονύσιος νὰ πίνει παρέα μὲ τὸν Φιλόξενο καὶ νὰ μεθᾶνε. Πλὴν ὅμως μιὰ φορὰ τὸν ἐτσάκωσε ποὺ τοῦ πηδοῦσε τὴ Γαλάτεια, τὴν ἐρωμένη του, καὶ τὸν ἔστειλε νὰ σπάει βράχια στὰ λατομεῖα. Ἐκεῖ, στὰ λατομεῖα, ὁ Φιλόξενος ἔγραψε τὸν Κύκλωπα βασίζοντας τὴν ὑπόθεση τοῦ ἔργου στὸ δικό του πάθημα· τὸν Διονύσιο τὸν ἔβαλε Κύκλωπα, τὴ Γαλάτεια αὐλητρίδα καὶ τὴν ἀφεντιά του Ὀδυσσέα.
817 P.
Σχόλια εἰς: Θεόκριτος, Κύκλωψ, vi
Ὁ Δοῦρις, ὁ σάμιος ἱστορικός, μᾶς λέει ὅτι ὁ Πολύφημος, εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν τροφαντούνη τῶν θρεφταριῶν του καὶ γιὰ τοὺς ἀμέτρηρους κάδους γάλα ποὺ κατέβαζαν, ἵδρυσε ἱερὸ τῆς Γαλάτειας κοντὰ στὴν Αἴτνα. Ὁ Φιλόξενος, τώρα, ὁ κυθήριος ποιητής, πηγαίνοντας ἐκεῖ καὶ μὴν κατανοώντας τὸν λόγο τῆς ἵδρυσης τοῦ ἱεροῦ, ἔκατσε κι ἔβγαλε ἀπ᾽ τὸν νοῦ του ὅτι ὀ Πολύφημος ἐγούσταρε τὴ Γαλάεια.
818 P.
Συνέσιος ὁ Κυρηναῖος, Ἐπιστολαί, 121
Στὸν Ἀθανάσιο ποὺ ἀνακατεύει νερὸ καὶ κρασί.
Ὁ Ὀδυσσέας δῶσ᾽ του νὰ προσπαθεῖ νὰ πείσει τὸν Πολύφημο νὰ τὸν ἀφήσει νὰ βγεῖ ἀπ᾽ τὴ σπηλιά, ὅπου ἤτανε φυλακισμένος. «Ἐγώ, ξέρεις, εἶμαι μάγος», τοῦ ἔλεγε τώρα, «κι ὅταν χρειαστεῖ, ἐγὼ θὰ σὲ συντρέξω στὴν καψούρα σου τὴ θαλασσινὴ ποὺ δὲ λέει νὰ στεριώσει μὲ τίποτα. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις ξέρω καλὰ κι ἀπὸ ξόρκια κι ἀπὸ φυλαχτὰ κι ἀπὸ ἐρωτικὰ ἐλιξήρια, στὴ δύναμη τῶν ὁποίων ἡ Γαλάτεια δὲν θ᾽ ἀντέξει οὔτε γιὰ μιὰ τοσοδὰ μικρὴ στιγμή. Ἐσὺ τὸ μόνο πού ᾽χεις νὰ κάμεις εἶναι νὰ μοῦ ὑποσχεθεῖς ὅτι θὰ μετακινήσεις τὴ θύρα... θέλω νὰ πῶ τοῦτο τὸ βράχο ποὺ φράζει τὴ μπούκα τῆς σπηλιᾶς μας — τί νὰ σοῦ πῶ!... ἐμένα μοῦ φαίνεται σάμπως νά ᾽ναι ἀκρωτήριο. Καὶ ποῦ ᾽σαι; — ἔφτασα πίσω ὅσο νὰ πεῖς κίμυνο, καὶ μὲ τὴν κορασίδα ριγμένη, ἕτοιμη διὰ τὰ περαιτέρω. Μὰ τί κάθομαι καὶ λέω ριγμένη;... ἕτοιμη! Ἐδῶ θὰ σοῦ τήνε φέρω... τὴν ἴδια ἐδῶ θὰ σοῦ τήνε φέρω, ποὺ ἀπ᾽ τὰ πολλά μου μάγια καὶ τὰ κόλπα θά ᾽χει γίνει ὑπάκουη σὰ σκυλάκι, ἀφήνω ποὺ θὰ σὲ θερμοπαρακαλάει καὶ θὰ σοῦ πέφτει γονατιστὴ στὰ πόδια σου, ἐνῶ ἐσὺ θὰ μπορεῖς πιὰ νὰ τὴν περιγελᾶς καὶ νὰ τήνε κοροϊδεύεις ἅμα ἔτσι γουστάρεις. Ἕνα πράγμα μονάχα μὲ ἀπασχολεῖ καὶ μὲ βάζει σὲ ἀνησυχία: μήπως τὸ κορίτσι μας σιχαίνεται τὸ λίπος ἀπ᾽ τὰ προβατοτόμαρα... μὴ σιχαθεῖ καὶ ξεράσει... ξέρεις δὰ ὅτι τὸ παιδὶ αὐτὸ ζεῖ μὲς στὴν τρυφὴ καὶ στὸ λοῦσο καὶ στὴν πολυτέλεια καὶ πλένεται δέκα φορὲς τὴ μέρα. Γι᾽ αὐτὸ σοῦ λέω... σ᾽ ἐσένα τὸ λέω... γι᾽ αὐτὸ καλὸ θά ᾽ταν νὰ πιάσεις ἀμέσως νὰ συγυρίσεις τὸ δωμάτιο, νὰ τὸ καθαρίσεις, νὰ τὸ ξεσκουληκιάσεις, νὰ τὸ σφουγγαρίσεις καὶ νὰ τὸ ἀρωματίσεις καλά... καὶ ἀκόμα καλύτερο θά ᾽ναι νὰ πλέξεις στεφάνια ἀπὸ κισσὸ καὶ σμίλακες, νὰ τὰ φορέσεις στὰ μαλλιά σου καὶ νὰ στολίσεις καὶ τὴν κόμη τῆς μικρᾶς. Δὲν καταλαβαίνω ὅμως καθόλου τὴν ἀργοπορία σου — τί κάθεσαι καὶ δὲν κουνᾶς τὸ βράχο ἀπὸ τὴν πόρτα;!» Τ᾽ ἄκουγε ὅλ᾽ αὐτὰ ὁ Πολύφημος καί, ὅταν ἀπόσωσε τὰ λόγια του ὁ Ὀδυσσέας, βάλθηκε ὄχι ἁπλῶς νὰ γελᾶ, ἀλλὰ νὰ καγχάζει ὅσο πιὸ δυνατὰ ἀντέχαν τὰ πνευμόνια του καὶ νὰ βαράει μὲ μανία καὶ τὰ δυό του τὰ χέρια. Τότε ὁ Ὀδυσσέας πίστεψε ὅτι ὁ ἄλλος ἀπ᾽ τὴ μεγάλη του χαρὰ δὲν ἤξερε τί ἔκανε, γιατὶ τὸν ἔνοιαζε πῶς θὰ φάει τὴν κοπελούδα. Ὁ Πολύφημος ὅμως —ὄχι— ἔπιασε τὸν Ὀδυσσέα ἀπ᾽ τὸ σαγόνι καὶ τὰ γένια καὶ τοῦ εἶπε: «Ρὲ σὺ Κανένα, ἐντάξει, δὲ λέω, φαίνεσαι παιδὶ τζιμάνι καὶ ἀνθρωπάκι ποὺ ξέρει πράματα πολλά. Ἕνα σοῦ λέω ὅμως, καὶ βάλ᾽ τὸ καλὰ στὸ μυαλό σου: ἀπὸ ᾽δῶ μέσα μὲ τίποτα δὲ φεύγεις!»
819 P.
Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, 290 ἑπ.
Ἀλλὰ κι ἐγὼ τὸ θέλω
—τριαλαριλαρίλα—
σὰν τὸν Κύκλωπα νὰ κάνω
καὶ χοροπηδώντας
ἀμὴ καὶ τραλαλώντας
νὰ σᾶς-ε σαλαγάω ὁμάδι.
Ἐμπρὸς, ἀρνάκια μου, ἐμπρὸς
κάνετε ὅπως κάνω,
βελάξτε σὰν τ᾽ ἀρνιά, βελάξτε,
καὶ σὰν κατσίκια ποὺ βρομᾶνε,
κι ἐλᾶτε, ἐμπρός, ἀκολουθᾶτε
μὲ τὶς ψωλὲς ψηλὰ στὰ ὕψη
καὶ σὰν τοῦ τράγους, ἔτσι...
σὰν τοὺς τράγους ἄντε τώρα γλεῖφτε
κι ἐσεῖς τ᾽ ἀρχίδια, τ᾽ ἀρχιδάκια σας.
Σχολιασμὸς εἰς: Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, 290 ἑπ.
Ὁ Ἀριστοφάνης ἐδῶ διασύρει τὸν τραγικὸ ποιητὴ Φιλόξενο, ὁ ὁποῖος εἶχε παρουσιάσει τὸν Πολύφημο νὰ κρούει κιθάρα. Τὸ τριαλαριλαρίλα εἶναι εἶδος μουσικό, καὶ δὴ ἀναγόμενο σὲ ἔγχορδα ὄργανα. Τὸ Ἐμπρὸς, ἀρνάκια μου, ἐμπρὸς κάνετε ὅπως κάνω εἶναι στίχοι ἀπ᾽ τὸν Κύκλωπα τοῦ Φιλόξενου. Ὁ Ἀριστοφάνης διακωμωδεῖ τὸν Φιλόξενο, τὸν διθυραμβοποιὸ καὶ τραγωδοδιδάσκαλο, ποὺ ἔγραψε γιὰ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε ὁ Κύκλωπας γιὰ τὴ Γαλάτεια. Τὸ τριαλαριλαρίλα εἶναι μίμηση τοῦ ἤχοιυ τῆς κιθάρας περασμένη μὲ γράμματα στὸ ἔργο, διότι ἐκεῖ παρουσιάζει τὸν Κύκλωπα κιθαριστὴ ποὺ προσπαθεῖ νὰ τραβήξει τὴν προσοχὴ τῆς Γαλάτειας. [...] Ἄλλη ἐκδοχή: ὁ Φιλόξενος, ὁ διθυραμβοποιός, βρισκόταν στὴ Σικελία, καὶ δὴ στὴν αὐλὴ τοῦ Διονύσιου. Λένε ὅτι κάποτε προσέβαλε κάποια Γαλάτεια, παλλακίδα τοῦ Διονύσιου, καὶ ὅτι, ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ὁ Διονύσιος τὸν ἔστειλε ἐξορία στὰ λατομεῖα νὰ σπάει πέτρες. Ὁ Φιλόξενος, ὅμως, κατάφερε νὰ ξεφύγει καὶ νὰ φτάσει στὰ βουνὰ τῶν Κυθήρων, ὅπου ἔγραψε τὸ θεατρικὸ ἔργο Γαλάτεια, στὸ ὁποῖο παρουσίαζε τὸν Κύκλωπα ἐρωτευμένο μὲ τὴν ἡρωίδα. Πίσω ἀπ᾽ τὴ μορφὴ τοῦ Κύκλωπα ἔβαλε τὸν Διονύσιο, καὶ τὸν παρουσίαζε σὰν Κύκλωπα, γιατὶ κι ὁ ἴδιος ὁ Διονύσιος δὲν ἔβλεπε οὔτε τόσο πολὺ καλὰ οὔτε καὶ τόσο ἀνοιχτομάτης ἦταν.
820 P.
Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, 296 ἑπ.
Ἐμεῖς, ὅμως, καὶ πάλι ἐσένα, Κύκλωπα,
θὰ ζητᾶμε —τριαλαριλαρίλα—
καὶ ὅλο βελάζοντας μπὲ-μπὲ
θὰ βγοῦμε νὰ σὲ βροῦμε,
καὶ μόλις ὅλο καὶ κάπου σὲ πετύχουμε
—τσοπάνο μὲ χίλια ἀρνιὰ
νὰ κοιμᾶσαι ὕστερα ἀπὸ μεθύσι ἄγριο,
βρομιάρης, ἀρχιλίγδιαρος,
μ᾽ ἕνα τάιστρο γιομάτο
ὅλο φρεσκούλια ἀγριόχορτα—,
τότε θὲ νὰ πάρουμε παλούκι πυρωμένο
σὰν ἀκόντιο μακρὺ
καὶ χόπ! θὰ σοῦ τὸ βγάλουμε τὸ μάτι
Σχολιασμὸς εἰς: Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, 290 ἑπ.
«μ᾽ ἕνα τάιστρο»: καὶ τούτη τὴ φράση ἀπ᾽ τὸν Φιλόξενο τὴν ἔχει παρμένη ὁ Ἀριστοφάνης. [...] Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ποιητὴς εἰσάγει παιγνιωδῶς καὶ ὅλως κοροϊδευτικὰ τὰ λόγια τοῦ Φιλόξενου, ποὺ εἶχε γράψει ὅτι ὁ Κύκλωπας ἔτρωγε χόρτα πού ᾽χε μαζέψει καὶ βάλει σ᾽ ἕνα τάιστρο. Γιατὶ ἔτσι ἀκριβῶς εἶχε βάλει τὸν ἠθοποιό, ποὺ ἔπαιζε τὸν Κύκλωπα, νὰ μπαίνει στὴ σκηνή. Ὁ Ἀριστοφάνης, μάλιστα, θυμήθηκε καὶ τὴν τύφλωση, μιᾶς καὶ ὑπῆρχε κι αὐτὴ στὸ ποίημα τοῦ Φιλόξενου. Ὅλα αὐτά, πάντως, τὰ ἀνέφερε διασύροντας τὸν Φιλόξενο, διότι κατὰ τὴ γνώμη του δὲν ἔλεγε τὴν ἀλήθεια. Ἀφοῦ καὶ ὁ Ὅμηρος λέει ὅτι ὁ Κύκλωπας ἔτρωγε κρέατα καὶ ὄχι χορταρικά. Ὅσα, λοιπόν, εἶπε στὸ ἔργο του ὁ Φιλόξενος ὁ Χορὸς τὰ τραγουδάει ἐπὶ σκηνῆς.
821 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, ΙΓ 564e
Ὁ Κύκλωπας, ὅπως τὸν εἶδε ὁ Φιλόξενος ὁ Κυθήριος, ἦταν ἐρωτοχτυπημένος γιὰ τὴ Γαλάτεια· ἐπαινώντας, λοιπόν, τὴν ὀμορφιά της καὶ προμαντεύοντας τὴν τύφλωσή του παινεύει σ᾽ αὐτὴν ὅλα τὰ ἄλλα καὶ ἀφήνει ἀπ᾽ ἔξω τὰ μάτια της· νά τί τῆς λέει:
Ὦ καλλιπρόσωπη Γαλάτεια,
ὦ χρυσοβόστρυχη καὶ ἀμαλαμομαλλοῦσα.
ὦ χαριτόφωνη Γαλάτεια,
τῶν Ἐρώτων κάλλος καὶ θάλος.
Ὁ ἔπαινος αὐτὸς εἶναι τυφλός... τοῦ λείπουν τὰ μάτια... καὶ δὲν μοιάζει σὲ τίποτα οὔτε συγκρίνεται μὲ τὸν ἀνάλογο τοῦ Ἴβυκου.
822 P.
Πλούταρχος, Ἠθικά (Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον), 622c
[...] καὶ ὁ Κύκλωπας
μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν καλλίφωνων Μουσῶν
προσπαθοῦσε νὰ γιάνει τὸν ἔρωτά του, μᾶς λέει ὁ Φιλόξενος.
Σχόλια εἰς: Θεόκριτος, Κύκλωψ, xi 1-3
Ὁ Φιλόξενος, ἐπίσης, παρουσιάζει τὸν Κύκλωπα νὰ παρηγορεῖ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν ἔρωτα τῆς Γαλάτειας καὶ νὰ βάζει δελφίνια νὰ πᾶνε νὰ τῆς ποῦν ὅτι τὴ λαβωματιὰ κοιτάει τώρα νὰ τήνε γιατρέψει μὲ τὴ βοήθεια τῶν Μουσῶν.
823 P.
Σούδα, E 336
θυσίασες; — θὰ θυσιαστεῖς
Παναπεῖ μάχαιραν ἔδωκας, μάχαιραν θὰ λάβῃς. Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ λέει ὁ Κύκλωπας στὸν Ὀδυσσέα σ᾽ ἕνα ἔργο τοῦ Φιλόξενου,.
824 P.
Ζηνόβιος, Ἐπιτομὴ παροιμιῶν, 5.45
μὲ τί τέρας μ᾽ ἔβαλε ὁ θεὸς στὴν ἴδια φυλακή
Ἡ παροιμία αὐτὴ λέγεται γιὰ ὅσους δυσανασχετοῦν, ἐπειδὴ βρέθηκαν σὲ κάποια δύσκολη κατάσταση. Διότι ὁ Κύκλωπας εἶναι δράμα τοῦ ποιητῆ Φιλόξενου, ὅπου ὁ Ὀδυσσέας, ὅταν βρέθηκε φυλακισμένος στὴ σπηλιὰ τοῦ Κύκλωπα, εἶπε τὴν παραπάνω πρόταση.
ΚΩΜΑΣΤΗΣ / ΓΛΕΝΤΖΕΣ
825 P.
Σούδα, Α 2657
Ὁ Ἀντιγενίδης, γιὸς τοῦ Σάτυρου, μουσικὸς ἀπὸ τὴ Θήβα, αὐλωδὸς τοῦ Φιλόξενου. Αὐτὸς χρησιμοποίησε πρῶτος παπούτσια ἀπὸ τὴ Μίλητο καὶ ντύθηκε μὲ κίτρινα ροῦχα στὸν Κωμαστή. Ἔγραψε τραγούδια.
ΜΥΣΟΙ
826 P
Ἀριστοτέλης, Πολιτικά, 8.7, 1342b
Ἡ ποίηση φανερώνει ὅτι ὁ διθύραμβος εἶναι κατὰ γενικὴ ὁμολογία φρυγικὸ εἶδος. Ὡς πρὸς αὐτὸ ἀναφέρονται πολλὰ παραδείγματα ἀπὸ ὅσους ἀσχολήθηκαν ἐντατικὰ μὲ τὸ ἐν λόγῳ εἶδος, ἀλλὰ λένε ὅτι ὁ Φιλόξενος, ὅταν ἐπιχείρησε νὰ συνθέσει τοὺς Μυσούς του ὡς διθύραμβο μὲ δωρικὴ ἁρμονία, ἀπέτυχε, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ εἴδους ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει στὸν φρυγικὸ τρόπο ποὺ ἦταν καὶ ἡ προσήκουσα ἁρμονία.
ΣΥΡΟΣ
827 P
Ἡσύχιος Ἀλεξανδρεύς, Γλῶσσαι, Μ. 900
Ὁ Ἀριστοφάνης λέει μεσαύχενας νέκυας, δηλαδὴ πρώματα μεσόλαιμα, τὰ ἀσκιά. Ἡ λέξη πρέπει νὰ γραφτεῖ μὲ μί, μεσαύχενες, ἐπειδὴ τὴ μέση τοῦ λαιμοῦ τοῦ ἀσκιοῦ τὴ δένει καὶ τὴν κρατάει τὸ σκοινὶ ποὺ τυλίγει τὸ ἀσκί. Ὁ ‘Αριστοφάνης κοροϊδεύει ἔτσι αὐτὸ ποὺ ἔγραψε ὁ Φιλόξενος στὸν Σύρο του. Μερικοὶ γράφουν τὴ λέξη μὲ δέλτα: δεσαύχενες, παναπεῖ δεσίλαιμους, ἀλλὰ εἶναι λάθος.
ΥΜΕΝΑΙΟΣ
828 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, Α 5 ἑπ.
Παραδίδεται ἀπὸ τὸν Κλέαρχο, τὸν καταγόμερνο ἀπὸ τοὺς Σόλους φιλόσοφο καὶ μαθητὴ τοῦ Ἀριστοτέλη, ὅτι ὁ Φιλόξενος, τόσο στὴν πατρίδα του ὅσο καὶ σὲ ἄλλες πόλεις, ἀφοῦ ἔκανε πρῶτα τὸ λουτρό του, γύριζε ὕστερα στὰ σπίτια ἀκολουθούμενος ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες του, οἱ ὁποῖοι κουβάλαγαν λάδι, κρασί, γάρο, ξίδι, καὶ ἄλλα καρυκεύματα· ἔπειτα, μπαίνοντας στὰ ξένα σπίτια, πρόσθετε τὰ ἀναγκαῖα καρυκεύματα στὰ φαγητὰ ποὺ μαγειρεύονταν ἐκεῖ ἀπ᾽ τοὺς ἄλλους καὶ ἀκολούθως στρωνότανε στὸ φαγοπότι. Μιὰ φορά, ποὺ ξεμπάρκαρε στὴν Ἔφεσο, βρῆκε τὸ μαγειρειὸ ἄδειο καὶ ζήτησε νὰ μάθει τὴν αἰτία· ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι εἶχαν ἀγοράσει ὅλα τὰ φαγητὰ γιὰ κάποιον γάμο, ἔκανε τὸ μπάνιο του καί, ἀπρόσκλητος, ἐμφανίστηκε στὸν γαμπρό. Μετὰ τὸ δεῖπνο τραγούδησε ἕναν ὑμέναιο, ἕναν γαμήλιο ὕμνο δηλαδή, ποὺ ἄρχιζε ὡς ἑξῆς:
Γάμε, θεῶν λαμπρότατε
καὶ ψυχαγώγησε τοὺς παρευρισκόμενους ὅλους. Ἦταν διθυραμβοποιὸς ἄλλωστε. Τότε ὁ γαμπρὸς τοῦ εἶπε: «Αὔριο, Φιλόξενε, ἐδῶ πάλι νὰ ρθεῖς νὰ δειπνήσεις». Καὶ ὁ Φιλόξενος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Βεβαίως, ἂν δὲν πουλᾶνε ἀλλοῦ φαγητὸ νὰ φάω».
829 P.
Ἀντίγονος ὁ Καρύστιος, Ἱστοριῶν παραδόξων συναγωγή, 127
Τῶν Δελφῶν οἱ κάτοικοι λένε ὅτι στὸν Παρνασσὸ ὑπάρχουν μέρες ὅπου τὸ Κωρύκειο ἄντρο φαίνεται χρυσαφωμένο· γι᾽ αὐτὸ καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι ὁ Φιλόξενος μιλοῦσε μεταφορικὰ μὲ χρήση εἰκόνων, ὅταν ἔλεγε:
καὶ σ᾽ ὅλον τὸν Παρνασσὸ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι
μέσα στοὺς χρυσοσκεπεῖς
θαλάμους τῶν Μουσῶν
830 P.
Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, 335
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ: Γι᾽ αὐτὸ καὶ τραγουδᾶνε «τὴ μεγάλη
ὁρμὴ τῶν βροχερῶν καὶ ἀστραποβόλων
νεφελῶν».
Σχολιασμὸς εἰς: Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, 335
Αὐτὰ ἀναφέρονται στὸν Φιλόξενο, τὸν διθυραμβοποιό. Διότι αὐτὸς εἶπε τὸ ἀστραποβόλων.
831 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, B 35d
Ὁ δὲ Φιλόξενος ὁ Κυθήριος λέει:
κρασὶ ποὺ τρέχει ὅλες τὶς φωνὲς καλεῖ νὰ τραγουδήσουν.
832 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, I 446a
Α. Ὁ ἴδιος Ἀντιφάνης λέει στὸν Τραυματία του:
Δίνε καὶ ξαναδίνε μου κρασὶ
ποὺ δυναμώνει κι ἄλλο τὰ γερὰ τὰ μέλη,
ὅπως ἔλεγε κι ὁ Εὐριπίδης.
Β. Ὁ Εὐριπίδης τό ᾽πε τοῦτο;
Α. Ἀμ ποιός τό ᾽πε;
Β. Ὁ Φιλόξενος τό ᾽πε — κάπου.
Α. Τίποτα δὲν ἀλλάζει, φίλε μου· μὰ ἐσὺ κάθεσαι τώρα καὶ μ᾽ ἐλέγχεις γιὰ μιὰ συλλαβή!
833 P.
Ἀθήναιος, Δειπνοσοφισταί, IE 692d
Κι ἐπειδὴ φτάσαμε σὲ τοῦτο δῶ τὸ σημεῖο τοῦ λόγου,
ἐγὼ θὰ συνεισφέρω μ᾽ ἕνα τραγούδι ἐρωτικὸ
σύμφωνα μὲ τὸν Κυθήριο ποιητή.
834 P.
Plinius, Naturalis Historia, 37.31
Ὅταν ὁ Φαέθων χτυπήθηκε ἀπὸ κεαρυνό, οἱ ἀδελφές του, ἀπ᾽ τὴ μεγάλη του τὴ θλίψη, μεταμορφώθηκαν σὲ μαῦρες λεῦκες καὶ χρόνο τὸ χρόνο ρίχνουν ἤλεκτρο ὑπὸ μορφὴ δακρύων στὸν ποταμὸ Ἠριδανό, ποὺ ἐμεῖς τὸν ὀνομάζουμε Πάδο. Καὶ τὸ λένε ἤλεκτρο ἀπ᾽ τὸ ὅτι ὁ ἥλιος ὀνομάζεται Ἐλέκτωρ, ὅπως μᾶς ἔχουν πεῖ πάρα πολλοὶ ποιητές, καὶ πρῶτοι ἀπ᾽ ὅλους, κατὰ τὴν κρίση μου, ὁ Αἰσχύλος, ὁ Φιλόξενος, ὁ Εὐριπίδης, ὁ Νίκανδρος καὶ ὁ Σάτυρος.
835 P.
Θεόφραστος, Περὶ ἀνέμων, 38
Σὲ μερικὰ μέρη ὁ ζέφυρος πνέει σὰν χειμωνιάτικος ἄνεμος, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ποιητὴς τὸν ἀποκάλεσε δυσαῆ, δηλαδὴ ὁρμητικὸν ἢ ἀνταριασμένον·[1] σὲ ἄλλα μέρη, ὅμως, φυσάει μέτρια καὶ μαλακά, γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Φιλόξενος παρουσίασε ἡδεῖαν, δηλαδὴ γλυκιά, τὴν πνοή του.
836 P.
Παλατινὴ Ἀνθολογία, Θ 319
Ὁ Τληπόλεμος ἀπὸ τὴ Μύρα, τοῦ Πολυκρίτη ὁ γιός, σ᾽ ἐμένα,
τὸν Ἑρμῆ, τὸν θεὸ τῶν ἀγώνων, τὸ ἕρμα ἀφιέρωσε τῆς ἀφετηρίας
τῶν ἱερῶν δρομέων που εἴκοσι γύρους στὸ στάδιο θὰ φέρουν·
τρέξτε, τρέξτε — τὴ μαλθακὴ ὀκνηρία ἀπ᾽ τὰ πόδια σας διῶξτε!
[1] Σ.τ.Μ. Ποιητὴς ἐν προκειμένῳ εἶναι ὁ Ὅμηρος. Βλ. σχετικά Ἰλιάδα, Ψ 200, καὶ Ὀδύσσεια, ε 295. Το ἐπίθετο δυσαὴς μεταφράζεται ὡς ὁρμητικὸς ἀπὸ τὸν Ἰάκωβο Πολυλᾶ καὶ ὡς ἀνταριασμένος ἀπὸ τοὺς Νίκο Καζαντζάκη καὶ Ἰωάννη Κακριδή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου