JORGE EDUARDO ÉIELSON
ΠΑΡΚΟ ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ
Εγκέφαλε της νύχτας και μάτι χρυσό
Του κροταλία που τρέμεις στο πεύκο, γι’ ακούστε με ’δώ:
Εγώ είμαι αυτός που κλαίει και γράφει τον χειμώνα.
Περιστέρια με χιονισμένες σβάρνες βυθίζονται στη μνήμη μου,
Και μπρος στο όλο αίματα κεφάλι μου, που σκέπτεται
Πέτρινες κατοικίες, ανοίγουν τα φτερά τους περίτρομα.
Όσο πέφτω, ανάμεσα σε μπιγκόνιες από πάγο, κραδαίνω
Της βροχής το τσεκούρι και μεστωμένοι καρποί
Και φύλλα φανερωμένα παγώνουνε μεμιάς στο χτύπημα μου.
Αγαπώ το κρανίο μου σαν μπαλκόνι
Σκυμμένος όπως είμαι πάνω από μια μαύρην άβυσσο του Κυρίου.
Χαράζω στο πλευρό μου τ’ αστέρια, ω νύχτα!
Χαράζω και στων χωρών το τραπέζι το ποίημα
Που κυλάει ανάμεσα στους νεκρούς και φλεγόμενο τους στεφανώνει.
Εμένα, λοιπόν, η σκιά μου πάει παντού, τέτοια είναι η δόξα
Η οστέινη, κερί και μαυρόχωμα που με καταβάλλει, μεγαλειώδες,
Πάνω στο όμορφο γρασίδι, στους θεούς, καμένο.
Λατρεύω έτσι τούτο το κρανίο στις στάχτες του, σαν τον κόσμο
Στα ψυχρά πάρκα του οποίου η αιωνιότητα παραμένει ίδια
Άνθρωπος από μάρμαρο που φωτίζει σαν κερί σε κάποιο παράθυρο
Ή που απλώνεται, σκοτεινός και δίχως αγάπη, στα χορτάρια επάνω.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου