Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

ΚΑΝΤΟ

 


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ

 

ΚΑΝΤΟ

 

Σαν κυνηγός που σκιάζεται μην άγρα

γενεί απ’ αγρευτής, βήμα το βήμα

στου Δάσκαλού μου ακροπατώ τα χνάρια

κι αναρωτιέμαι: τάχατες η μνήμη,

τα λόγια μου θα ‘ν’ αρκετά; Θ’ αγγίξουν

τους ζωντανούς π’ ολόισια στο χαμό τους,

μεσ’ του θηρίου το στόμα στραταρίζουν;

Μα τρέμω και του αιώνα τις παγίδες

μη ρίξουνε κι εμέ σ’ αυτό το λάκκο

αφού ο νους τ’ ανθρώπου παιχνιδιάρης, 10

άστατος είναι, γελαστής· κι ο φόβος

ενός ανώφελου κι άγονου βίου

καλό φανάρι. Κι έβλεπα τριγύρω

με προσοχή μεγάλη κι αγωνία

σκηνές φριχτές που γίνονταν οικείες

μεμιάς, ως γίνεται φριχτό το οικείο

και στου ήλιου τη θωριά, σαν έλθ’ η ώρα

το παίγνιο να πληρώσει. Κι ο οδηγός μου

ο διαλεχτός ποτέ του δεν αρνιόταν

τη γνώση μου με την απόκρισή του 20

γερά να τη στεριώσει. «Μέγα θάμα

ετούτο Δάσκαλέ μου, που ένας τόπος

καθρέφτης άψευτος για όλο το κρίμα

του κόσμου εγίνη. Άραγε κι η Εδέμ

είν’ αντανάκλαση της αγιοσύνης

του ανθρώπου;» Μ’ άνοιξε αμέσως τα μάτια

ο λόγος του: «Σωστό το πρώτο, λάθος

το δεύτερό σου ρήμα. Γιατί ξέρεις

ότι ‘ως εν ουρανώ’ θάλλει ο γενναίος

αγώνας. Κι οι τυράννιες εδώ κάτω 30

αντιστοιχούν στις αποτρόπαιες πράξεις

ως της κοιλιάς το ξέρασμα τη βρώση

τη σάπια μαρτυράει.» Γεννιέται πάλι

νέο ρώτημα, λόγος το λόγο φέρνει.

«Λαγάρισέ μου κι τις σκέψεις τούτες:

όπως η κάθε χώρα τροφές άλλες

παρέχει στο λαό, έτσι θαρρώ

διαφέρουνε στα ήθη κι οι εποχές·

πληθαίνει, λιγοστεύει, παραλλάσσει

το κρίμα. Μην και το βασίλειο δαύτο 40

ανάλογα με τους καιρούς αλλάζει;

Κι αν άτυχος λογιέται ο που γεννήθη

σε μέρος άγονο ή σκλαβωμένο

δεν θα ‘πρεπε να ‘ναι ‘λαφρύ το ζύγι

για κείνον που άνομος καιρός λαχαίνει

στη ζωή του;» Φως, του οδηγού η φωνή

μεσ’ το σκοτάδι: «Λίγο είτε πολύ

το κρίμα γύρω σου, και να μπορούσες

ακόμα να το μετρήσεις, μια σκέτη

δικαιολογία· μηδαμινή, πλανεύτρα. 50

Μ’ αλήθεια, των θνητών οι ταραγμοί ‘ναι

κι οι αντάρες που φέρνουν σεισμούς στον Άδη.

Σπηλιές ανοίγονται, στενεύουν άλλες

και βιάζονται οι δαίμονες να ετοιμάσουν

τα νέα λαγούμια για βάσανα νέα.

Μπροστά σου, να! Μια τέτοια καταβόθρα·

από αιώνες χάσκει μα τα χρόνια

ετούτα που κι εσύ χαίρεσαι φως

βαθαίνει συνέχεια και καταπίνει

όλο και πιο πολλές ψυχές χαμένες.» 60

Έγειρα λίγο κι έριξα με βιάση

μια ματιά. «Δάσκαλε, τι ‘ναι οι λάμψεις

που βλέπω ν’ αχνοφέγγουν εκεί μέσα

σαν τη μούργα στου πιθαριού τον πάτο;»

«Το νου σου! Άκου δω! Ψυχή και σώμα

μεσ’ τη σπηλιά μπορεί να χάσεις. Ένα

και μόνο αλόγιστό σου βλέμμα φτάνει.»

Στο λόγο τούτο πάγωσα. «Αλάργα,

πάμ’ από ‘δω, να φύγω των θανάτων.»

«Να μείνεις πρέπει, τον εχθρό να μάθεις, 70

πόσο πανούργα φθείρει τις ζωές σας.»

«Συγχώρεσέ με, δείλιασα. Μα πίστη

κρατώ στον Κύριό μου. Κανείς άλλος

δεν θα με κάνει ν’ αρνηθώ τη ζήση

που και το δάκρυ της γλυκό σού μοιάζει

της Κόλασης όταν περνάς την Πύλη.

Ποιος θα ‘θελε μετά ‘πο τέτοια γνώση

ν’ αφήσει σώμα και ψυχή ‘δω κάτω;»

Τα χείλη του έσμιξε πάλι μια στάλα

καθώς μ’ άκουγε. Κι ήταν η έκφρασή του 80

σα σκεπτική και ταπεινή συνάμα.

«Ίσως από το ζήλο σού διαφεύγει

ότι καλά οι πιο πολλοί γνωρίζουν

σε τι παγίδα μέσα θα πιαστούνε.

Αυτό που κατέχεις κατέχει εσένα.

Προπάντων αν γίνει σχήμα και εικόνα

στο νου. Λίθος προσκόμματος στο ρέμα

του λόγου.» «Πόσο σφιχτά είναι πλεγμένα

λέξεις και εικόνες κι ανθρώπινη μοίρα!

Θέλω να δω πώς σμίγουν τα στημόνια, 90

να βρω έναν τρόπο να τα ξεδιαλέγω.»

Πολύ κοντά του μου είπε να ‘ρθω τότε,

‘κει μέσα η διδαχή μην αντηχήσει.

Στα χείλη του έφερα μπροστά τ’ αυτί μου

τον ψίθυρο του Κύρη να φυλάξω.

«Ο άνθρωπος πνεύμα, το λιόντα απ’ το νύχι

μαθαίνεις. Ο νους πάντα στο ένα τείνει,

ενότητα η λειτουργία κι ο σκοπός του

κι όταν ακόμα διαιρεί, σωστά

ή λανθασμένα, τις μορφές που αγρεύει. 100

Η εναλλαγή τομών και ζεύξεων είναι

ροή του νου, με τη ροή του κόσμου

διάλογος που κι έρωτα τον λένε.»

Έκοψε λίγο, να δει μέχρι εκεί

αν είχαν χωνευτεί καλά τα λόγια.

Συνέχισ’ έπειτα, το στόμα πάλι

περιτειχίζοντας με την παλάμη.

«Ο νους με των αισθήσεων το λυχνάρι

τα μέσα και τα έξω καθρεφτίζει·

αχώριστα πράγμα και φαντασία. 110

Τα λογικά οικοδομήματά σου

μόνον έτσι μπορείς να εγείρεις. Κι όπως

ο σκύλος ψάχνει τις οσμές, συνήθιο

έχεις εσύ τις αναπαραστάσεις.

Επόμενο λοιπόν με την απάτη

να γίνεις φίλος, θέλοντας και μη.

Δες τώρα τις κλωστές πώς ξεχωρίζουν.

«Με περιγράμματα: λέξεις και εικόνες

μιμείσαι, συμμετέχεις, διατάσσεις.

Οι λέξεις θάλασσα, βουνά οι εικόνες

κι έχουνε πάντα διάλογο και αγώνα,

πατέρα των τεχνασμάτων απάντων.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου