CHARLES BAUDELAIRE
ΤΥΨΕΙΣ ΟΨΙΓΕΝΕΙΣ
Σαν κοιμηθείς, ωραίο κι άραχλό μου κουτορνίθι,
και μάρμαρα θε νά ’χεις μαύρα πιά για κατοικιά σου,
κι ο τάφος θά ’ν’ η κλίνη σου, η παντοτινά δικιά σου
(μιά κρύπτη υγρή σ’ ένα λαγούμι που έσκαψεν η λήθη)·
και σαν βαρύ πλακώσει χώμα τα έμφοβά σου στήθη,
στη δε νωχέλεια, που κινεί όσο νά ’ναι τα μεριά σου,
δεν θα υπαγορεύει πλέον τον ρυθμό η καρδιά σου·
και σαν το πόδι σου δεν θα νογάει αν εκινήθη
ή αν όχι, τότε ο τάφος, που ’χουν τα όνειρά μου δείπνο
(μιάς και το μνήμα πάντοτε τους ποιητές τούς νιώθει),
τις νύχτες τις ατέλιωτες, οπού δεν θά ’χεις ύπνο,
θε να σου πει: «Εταίρα αστόχαστη, ο νους σου επόθει,
μα δεν απόχτησες ό,τι σε όλους τους νεκρούς ανήκει!»
- Και σαν τις τύψεις θα σου τρώει τη σάρκα το σκουλήκι.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου