
UMBERTO SABA
ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ
Συχνά, για να γυρίσω σπίτι μου,
παίρνω ένα σκοτεινό δρόμο της παλιάς πόλης.
Κίτρινο, σε κάποια λακούβα με νερό, καθρεφτίζεται
ένα φανάρι και ο δρόμος είναι κατάμεστος.
Εδώ, ανάμεσα στον κόσμο που πάει κι έρχεται
απ’ την ταβέρνα στο σπίτι ή στο μπουρδέλο,
όπου εμπορεύματα κι άνθρωποι είναι τα υπολείμματα
ενός μεγάλου θαλασσινού λιμανιού,
ξαναβρίσκω διαβαίνοντας, το άπειρο
στην ταπεινότητα μέσα.
Εδώ πόρνη και ναύτης, ο γέρος
που βλαστημάει, η γυναίκα που τσακώνεται,
ο δραγώνος που κάθεται στην πιτσερία,
η αναστατωμένη κοπέλα ξετρελαμένη
απ’ τον έρωτα,
είναι όλοι τους πλάσματα της ζωής
και του πόνου -
σαλεύει μέσα τους, όπως σε μένα, ο Κύριος.
Εδώ, με συντροφιά τους ταπεινούς, νιώθω
να γίνεται η σκέψη μου
τόσο αγνότερη, όσο πιο άθλιος είναι ο δρόμος.
Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας.
Το ποίημα μάς το έστειλε η φίλη του μπλογκ κ. Barbara Chiappini.
"Ντοστογιεφσκικό" στην αλήθεια του και στην ομορφιά του. Υπέροχος Saba.
ΑπάντησηΔιαγραφήKαλημέρες
Βολκώφ
@ Θεοδόσης Βολκώφ: Χαίρε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥπέροχο το ποίημα (μου θυμίζει έντονα Γένοβα ) ,υπέροχο και το πλάσμα του "πόνου" στην φωτογραφία...
ΑπάντησηΔιαγραφή@ ναυτίλος: ... Συμφωνούμε! Να περνάτε να σας βλέπουμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήEinai wraios o Saba.
ΑπάντησηΔιαγραφή(Ti fwtografia einai auth, re Giwrgo?...)
Enas Aleksandrinos
@ Αλεξανδρινός. Μπες στο διαδίκτυο να βρεις όσες θέλεις. Εμένα, βεβαίως, μου την έστειλε η ίδια.
ΑπάντησηΔιαγραφή