JULIEN
GRACQ
ΑΠΡΟΣΠΕΛΑΣΤΗ
Είναι
μια νεαρή γυναίκα και κάτω από τα βήματα της αναδύονται εν αφθονία εικόνες και
εικόνες. Πότε-πότε, σε κανά απριλιάτικο μονοπάτι, σηκώνει απαλά-τρισάπαλα το χέρι
της σαν φτερό και ηρεμεί μέσα σε κλίμα θλίψεως τις αγωνίες του τοπίου —
ή, για να το πούμε αλλιώς, η μυστηριώδης μονογραφή της περπατησιάς της ανάμεσα
στα περιθώρια της πίσσας συναμιλλάται με το πιό ωραίο όργανο του λογοτέχνη. Προσωπικώς
τέρπομαι ν’ ακολουθώ στους μαιάνδρους του όποιου πολύχρωμου δρόμου το νήμα
αυτής της μελωδίας του αιφνίδιου θανάτου που η εμφάνισή της αντηχεί απ’ τη μια
ώς την άλλη άκρη του ορίζοντα των προσόψεων. Τί δρόμος ηχηρός —
από διαγούμισμα θεάτρου, από σπασμένες βιτρίνες, από εφημεριδοπώλες που λένε με
ουρλιαχτά την πιο όμορφη δολοφονία του αιώνα, εκείνες τις χάντρες τις βαμμένες
με αίμα, τί όμορφο αίμα αφρισμένο και που τραγουδάει σαν τρίλιες, σαν αρπισμός — μα
εκείνη η απαλή κάμψη του σαξόφωνου δεν θά ’ναι άραγε ποτέ για μένα το βλέμμα
που ρίχνει εκείνη απ’ τη γωνία του ακριβούς και γαλήνιου ματιού της, δεν θά ’ναι
δηλαδή το μαγνητικό ρυάκι του βλέμματός της που κυλάει ξέχειλο ανάμεσα στα
σπίτια όπως άλλωστε και κάποιου παγετώνα το όξινο σάλιο;
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου