JULIEN
GRACQ
Ο
ΨΥΧΡΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Την
περίμενα το βράδυ στο κυνηγετικό καταφύγιο, κοντά στο Νεκρό Ποτάμι. Στον απόκοτο
άνεμο της νύχτας σείονταν τα έλατα με το φρικίασμα των σαβάνων, αλλά και με της
πυρκαγιάς το τριζοβόλισμα. Η μαύρη νύχτα ήταν στρωμένη με πάχνη, σαν λευκό
σατέν κάτω από βραδινό ένδυμα, — έξω, χέρια συστραμμένα έτρεχαν από παντού επάνω
στο χιόνι. Οι τοίχοι ήσαν μεγάλα σκούρα παραπετάσματα, στις δε χιονισμένες
στέπες αναδύονταν λευκά σεντόνια, μέχρι εκεί που έβλεπε το μάτι, σάμπως φωτιές,
κι έβγαιναν μέσα από παγωμένα τενάγη: υψωνόταν το μυστικό φως των κεριών. Ήμουν
ο βασιλιάς ενός λαού γαλάζιων δασών έτσι ακριβώς όπως στέκεται κι ένα καραβάνι
προσκυνητών με τα λάβαρά του ακίνητο στις όχθες κάποιας παγωμένης λίμνης. Στην
οροφή της σπηλιάς εσάλευε πότε-πότε ο κυκλώνας των μαύρων σκέψεων, ακίνητος σαν
μαρμαρυγή λαμέ υφάσματος. Με ένδυμα εσπερινό, ακουμπισμένος στο τζάκι και
κρατώντας περίστροφο με μια χειρονομία εξόχως θεατρική, συλλογιζόμουν νωθρά το
πράσινο και κοιμισμένο νερό ετούτων των παμπάλαιων καθρεφτών· μια πιο δυνατή
ριπή το εθόλωνε καμιά φορά μ’ ένα είδος λεπτού ιδρώτα σαν αυτόν των σταμνιών,
αλλά εγώ αναδυόμουν ξανά στην επιφάνεια, φασματικός και σταθερός, σαν άλλος νυμφίος
στην πλάκα του φωτογράφου που εκλύεται από τους στροβιλισμούς των πράσινων
φυτών. Αχ! οι άδειες ώρες της νύχτας, όμοιες μ’ εκείνον που ταξιδεύει καβάλα
στα ελαφριά και πνευματικά κόκαλα κάποιου γρήγορου όντος —
αλλά εντελώς ξαφνικά κι αναπάντεχα εκείνη ήταν εκεί, καθισμένη όρθια και
ντυμένη τα μακριά λευκά της υφάσματα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου