GUY
CABANEL
ΤΟ
ΤΡΕΛΟ ΠΕΡΑΣΜΑ
Εντελώς
ματαίως μια κάτοικος της πόλης, περιτοιχισμένη στη ζέστη ενός μωβ σταχιού επάνω
στο δέρμα που με πόθο το εισπνέει και με πόθο το εκπνέει, τολμηρή μες σε γκρίζο
διάκοσμο, φυτική και τυλιγμένη στη δαντέλα, κυματίζει, κυματίζει δε σαν άλλο έγκλημα
χαμογελαστό.
Μακρύ
πλέγμα χαραγμένο ψιλοβελονιά στην πλάτη την ανυψωμένη από ποικίλα τενάγη, ω, ένα
πάρα πολύ μακρύ λεπτό της ώρας, όπου έρχονται και σεργιανούν οι θαμπάδες και οι
αδιαφάνειες που ποτέ δεν ξεπλένουν ούτε δέντρο ούτε τα φτερά της μύτης.
Η
λεπίδα ταράζει τη σάρκα, σπάει το βλέμμα· στο τέλμα το αγριογούρουνο ουδόλως
κοιμάται, γι’ αυτό ας μη δένουμε αίμα με μέλι.
Το
απολιθωμένο πτώμα, απιθωμένο μες στη νύχτα της ξεφλουδισμένης κερωμένης οξιάς, το
κοιτάς να τρεκλίζει, ενώ η αναρρίχηση είναι ήχος, η δε αράχνη βασιλεύει στα
ενδότερα.
Στους
πρόποδες του συνημμένου ήλιου ο πορθμέας αγάλλεται με γέλια τουαρεγκίσια και μπατάρει,
ο χώρος ορμάει ολόρθος κι αλυχτάει σε κάποιο φασκόμηλο.
Στο
πέρασμα είναι η σωτηρία που μας απογοητεύει, δίχως έγνοια δίχως οίκτο, ενόσω η
θάλασσα καίει ελικοειδώς πως στην ανεμώνη, ώσπερ αιγιαλός παραδομένος στα
κορφοβούνια.
Στα
χέρια του φεγγαριού της φυλής των Κομάντσι βρίσκονται το φθινόπωρο και ο αγώνας:
κάτω απ’ το τετράγωνο μάτι που κουβαλάει βαριά ειρήνη ή κάτω απ’ το σοφό σπαθί
στην ακρούλα των πάγων, στων ακρωρειών το κάτω-κάτω μέρος.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου