PABLO NERUDA
ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Γιά ἔλα ᾽δῶ, πεσμένο καπέλο,
καμένο παπούτσι, παιχνίδι,
ἢ μεταθανάτιε σωρὲ ἀπὸ ματογυάλια,
ἤ, μᾶλλον, ἄντρα, γυναίκα, πολιτεία,
γιά σηκωθεῖτε ἀπὸ τὶς στάχτες κι ἐλᾶτε
ἴσαμε τούτη τὴν κατάκοπη σελίδα
ποὺ τὴν ἔχει ὁ θρῆνος καθαιρέσει.
Ἔλα μαῦρο χιόνι, ἔλα μοναξιὰ
τῆς σιβιριανῆς ἀδικίας, ἐλᾶτε, ἐλᾶτε,
φθαρμένα λείψανα τοῦ πόνου,
ἐλᾶτε, μιᾶς καὶ κοπήκανε οἱ δεσμοὶ
κι ἔγινε μαύρη καταχνιὰ πάνω ἀπὸ τοὺς δίκαιους
ἡ νύχτα, δίχως κὰν νὰ δώσει ἐξηγήσεις.
Κούκλα τῆς Ἀσίας, καμένη
ἀπ᾽ τοὺς ἀπὸ ἀέρος δολοφόνους,
γιά δεῖξε τ᾽ ἄδεια μάτια σου
χωρὶς τὸ σφιχταγκάλιασμα τῆς κοπελίτσας
ποὺ σὲ παράτησε τὴν ὥρα ποὺ καιγότανε
κάτω ἀπὸ τοὺς φλεγόμενους τοίχους
ἢ μὲς στῶν ὀρυζώνων τὸν θάνατο.
Ἀντικείμενα ποὺ ξέμειναν μόνα τους
πλάι στοὺς δολοφονημένους
τῶν χρόνων ἐκείνων τῆς ζωῆς μου, ποὺ ζοῦσα ἐγὼ
κι αἰσχυνόμουν γιὰ τὸν θάνατο
ὅσων ἄλλων δὲν ἔζησαν, δὲν ζοῦσαν.
Βλέπω τὰ ροῦχα τ᾽ ἀπλωμένα
στὸν τὸν ἥλιο τὸν λαμπρὸ γιὰ νὰ στεγνώσουν —
θυμᾶμαι τὰ πόδια ποὺ λείπουν,
τὰ μπράτσα ποὺ δὲν γεμίζουν πιὰ τὰ μανίκια,
μέλη γεννητικὰ ταπεινωμένα
καὶ καρδιὲς ποὺ κατεδαφίστηκαν θυμᾶμαι.
Ἕνας αἰώνας παπουτσάδικα
ἐγέμισε τὸν κόσμο μὲ παπούτσια,
μὰ τώρα πιὰ κλαδεύονται τὰ πόδια
ἢ μὲ τὸ χιόνι ἢ μὲ τὴ φωτιά,
ἢ μὲ τὰ ἀέρια ἢ μὲ τὸ τσεκούρι!
Φορὲς-φορὲς μένω σκυμμένος
ἀπὸ τὸ πόσο μοῦ βαραίνει τὶς πλάτες
τῆς τιμωρίας ἡ ἐπανάληψη.
Μοῦ κόστισε πολὺ νὰ μάθω νὰ πεθαίνω
μὲ τὸν κάθε ἀδιανόητο θάνατο,
καὶ νὰ κουβαλάω τὶς τύψεις μετὰ
τοῦ ἀχρείαστου μακελλάρη:
γιατὶ ὕστερα ἀπὸ τὴν ὠμότητα
καὶ ὕστερα ἀκόμα καὶ ἀπ᾽ τὴν ἐκδίκηση
ἴσως ἐμεῖς καὶ νὰ μὴν εἴμασταν ἀθῶοι,
ἀφοῦ τὴ ζωή μας, ναί, τὴ συνεχίσαμε,
ὅταν μᾶς ἐσκότωναν τοὺς ἄλλους.
Ἴσως, λέω, καὶ νά ᾽χουμε κλέψει τὴ ζωὴ
τῶν πιὸ καλῶν τῶν ἀδελφῶν μας.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου