ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΑΡΤΑΚΗΣ
ΤΟ
ΒΡΑΔΥ
το βράδυ ήρθαν θαμπωμένοι οι νεκροί μου
από μακριά
με βελούδινο βάδισμα·
από μακριά
με βελούδινο βάδισμα·
άνοιξαν την πόρτα
κόπιασαν·
έκανε κρύο
κόπιασαν·
έκανε κρύο
όλη τη νύχτα κάθονταν στον καναπέ
ήσυχοι
αμίλητοι
ήσυχοι
αμίλητοι
σχεδόν ανύπαρκτοι
έτοιμοι να σηκωθούν και να φύγουν
έτοιμοι να σηκωθούν και να φύγουν
ένα γυάλινο φως πλανιόταν στο δωμάτιο
και μια ομίχλη έβαφε
σα γάλα τα λευκά τους μάτια
και μια ομίχλη έβαφε
σα γάλα τα λευκά τους μάτια
έβρεχε
παντού
μόνο τα χέρια τους έμεναν κρύα
αναζητώντας τα δικά μου –
παντού
μόνο τα χέρια τους έμεναν κρύα
αναζητώντας τα δικά μου –
πρώτη η μάνα μου είπε :
– στην άλλη ζωή
κι έσκυψε και με φίλησε στον ύπνο
– στην άλλη ζωή
κι έσκυψε και με φίλησε στον ύπνο
Από
το βιβλίο: Γιώργος Καρτάκης, «Τώρα που τα σύννεφα», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα
2013, σελ. 45.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου