Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

ΣΑΝ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΤΣΙΓΚΑΝΟΣ


FEDERICO GARCÍA LORCA


Η ΑΠΙΣΤΗ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ


Την πάω κι εγώ προς το ποτάμι
πιστεύοντάς την για κορίτσι
μα εκείνη είχε άντρα.
Ήταν τη νύχτα του Σαντιάγο
και σχεδόν σα νά 'χα τάμα.
Σβήσανε τα φαναράκια
και ανάψανε οι γρύλοι.
Προς τις τελευταίες γωνίες
πιάνω τα στήθη της στον ύπνο
κι άξαφνα και μου ανοίξαν
σαν δυο ματσάκια υακίνθων.
Η κόλλα του μεσοφοριού της
έφτανε ώς την ακοή μου
σαν κομμάτι από μετάξι
που έσκισαν δέκα μαχαίρια.
Δίχως ασημένιο φως στα φύλλα
τα δέντρα όλα είχαν φουντώσει,
κι ένας ορίζοντας με σκύλους
γαβγίζει πέρα απ’ το ποτάμι.

Τις βατομουριές περνώντας
κι ύστερα αγκαθιές και βούρλα,
κάτω απ’ το θάμνο των μαλλιών της
κάνω μια τρύπα μες στον άμμο.
Εγώ βγάζω τη γραβάτα.
Εκείνη βγάζει το φουστάνι.
Τη ζώνη εγώ με το ρεβόλβερ.
Τους τέσσερις αυτή κορσέδες.
Οι νάρδοι μα και τα κοχύλια
αφή δεν έχουνε πιο φίνα,
και κρύσταλλα με τη σελήνη
δε λάμπουνε με τέτοια λάμψη.
Ψηλά τα πόδια μου ξεφεύγαν
σαν τα τρομαγμένα ψάρια
ώς τα μισά γεμάτα φλόγα
ώς τα μισά γεμάτα κρύο.
Έτρεξα 'κείνο το βράδυ
τον καλύτερο απ' τους δρόμους
σε φοράδα από σεντέφι
και με δίχως χαλινάρια.
Σαν σωστός άντρας δε θέλω
να σας πω όσα μου είπε.
Το φως που έχω της συμπάθειας
διακριτικό με κάνει.
Φιλιά κι άμμο λερωμένη
τη φέρνω πάλι απ’ το ποτάμι.
Με τον άνεμο χτυπούσαν
όλα τα σπαθιά των κρίνων.
Φέρθηκα όπως που μου ταιριάζει.
Σαν αληθινός τσιγγάνος.
Της χαρίζω πανεράκι
για τη ραπτική αχυρένιο,
κι όχι είπα στον έρωτά της
γιατί αν και είχε άντρα
μου είπε πως ήτανε κορίτσι
σαν την τραβούσα στο ποτάμι.


Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης.

2 σχόλια: