Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2007

Η ΠΟΛΛΗ ΜΑΚΡΟΤΗΣ


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ


Η ΞΑΝΘΟΥΛΑ



Την είδα την Ξανθούλα,
Την είδα 'ψές αργά
Που εμπήκε στη βαρκούλα
Να πάει στην ξενητειά.

Εφούσκωνε τ' αέρι
Λευκότατα πανιά
Ωσάν το περιστέρι
Που απλώνει τα φτερά

Εστέκονταν οι φίλοι
Με λύπη με χαρά
Και αυτή με το μαντίλι
Τους αποχαιρετά.

Και το χαιρετισμό της
Εστάθηκα να ιδώ,
Ως που η πολλή μακρότης
Μου τό 'κρυψε κι αυτό

Σ' ολίγο, σ' ολιγάκι
Δεν ήξερα να πω
Αν έβλεπα πανάκι
Ή του πελάγου αφρό

Και αφού πανί, μαντίλι
Εχάθη 'ς το νερό
Εδάκρυσαν οι φίλοι
Εδάκρυσα κ' εγώ

Δεν κλαίγω για τη βαρκούλα
Δεν κλαίγω τα πανιά
Μόν' κλαίω για την Ξανθούλα
Που πάει στην ξενητειά

Δεν κλαίγω τη βαρκούλα
Με τα λευκά πανιά
Μόν' κλαίω την Ξανθούλα
Με τα ξανθά μαλλιά.

5 σχόλια:

  1. Η πολλή -του Μακράκη- Μακρότης:


    Τον είδα τον Μακράκη,
    τον είδα όταν αργά
    εβγήκε οχ το καϊκάκι
    κι επάτησε στεριά.

    Η πρώτη στροφή από το γνωστό ποίημα-παρωδία του Ανδρέα Λασκαράτου.

    Σπαρακτική και η ακροτελεύτια στροφή:

    Και αφού πανί, μαντίλι,
    δεν έβλεπα πουλιό,
    ταρλά-λαράν οι φίλοι,
    ταρλά-λαράν κι εγώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. κ. Κεντρωτή
    Στην μεταφορά του ποιήματος "Η ξανθούλα" γράφετε στην δεύτερη στροφή "τ'αγέρι" και στην ίδια στροφή "λεπτότατα πανιά". Μήπως το σωστό είναι "τ'αέρι" και "λευκότατα πανιά". Σας ρωτώ γιατί δεν ήξερα ότι η φιλολογική "διαμάχη" στο συγκεκριμένο ποίημα αναφέρεται και σ'αυτές τις λέξεις και όχι για τις δυο τελευταίες στροφές;
    Υ.Γ. Για τις δυο τελευταίες στροφές δεν σας ρωτώ γιατί για να τις γράφετε θα τις υιοθετείτε κιόλας.
    Την καλησπέρα μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @ lapsus digiti: Το αγνοούσα. Χαίρε και σ' ευχαριστώ πολύ.

    @ ΑΧΙ: Διορθώνονται πάραυτα τα ... λάθια. Γκράτσιε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ο Κεφαλλονίτης σατιρικός παρώδησε και τον Σολωμικό "Ύμνο εις την ελευθερίαν":

    ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ

    Σε γνωρίζω οχ το μπαστούνι
    που με ορμή χτυπάει τη γη.
    Σε γνωρίζω οχ το ρουθούνι
    που ανοιχτό φυσομανεί.

    Απ' ομπρέλα σου βγαλμένο
    και φκιασμένο από εσέ
    φαίνεται όξουθε φερμένο,
    χαίρε μάστορα καλέ.

    Εκεί μέσα εκατοικούσε
    σκεπασμένο από πανιά
    κι ένα χαίρε εκαρτερούσε
    να το βγάλει στ' ανοιχτά*

    Άργε να 'λθει εκείνη η ώρα,
    γιατί η ομπρέλα ήτανε νια,
    αλλά πάλιωσε και τώρα
    έλυτρώθη οχ τη σκλαβιά.

    *υπάρχει άνω τελεία εδώ, αλλά το ατελές blog δεν μας επιτρέπει να τη σημειώσουμε.
    (Ο Γιώργος Ιωάννου έλεγε ότι τα σημεία στίξεως του κειμένου είναι σημεία στύσεως!Προσυπογράφουμε!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. @ lapsus digiti: Την παρώδηση του εθνικού ύμνου την ήξερα. Ευχαριστ΄πολύ, πάντως, για το "κρέμασμά" της ως σχολίου, καθότι /ετσι δίνεται -και δίνετε-τροφή στους φιλομαθείς και φιλομούσους. Χαίρε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή