Σάββατο 29 Μαΐου 2021

ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΠΛΑΪ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

 


PAUL VALÉRY

 

 

ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΠΛΑΪ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

 

            Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον
            σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.

                 ΠΙΝΔΑΡΟΣ, Πυθιόνικοι, ΙΙΙ

 

Η στέγη τούτη η ήρεμη, που περιστέρια την πατάνε,

ανάμεσα στα πεύκα και στους τάφους πάλλεται· και νά ’ναι

η Μεσημβρία η δίκαιη εκεί, με τις φωτιές της να συνθέτει

τη θάλασσα, τη θάλασσα που πάντα ξαναρχίζει! Σκύβει

αυτός που σκέφτεται, ω, ύστερα και νιώθει πως τον ανταμείβει

των θεών το βλέμμα εκείνο που η γαλήνη επάνω του αποθέτει!

 

Μα ποιό έργο δίχως λάμψεις καθαρές διαμάντια όλο βρίσκει

μες στους ασύλληπτους αφρούς, και βρίσκοντάς τα τά αναλίσκει,

και ποιά είναι η ειρήνη που να εγκυμονείται μοιάζει – ποια και πόση;

Όταν στην άβυσσο από πάνω στέκεται ήλιος μεσημέρι,

και αμάλαγα έργα, που ’βγαν από αιτία αιώνια, υπερεξαίρει,

ο Χρόνος πάντα σπινθηροβολεί και το Όνειρο είναι γνώση.

 

Ταμείο στέρεο, απλέ Ναέ στην Αθηνά αφιερωμένε,

γαλήνης μάζα και δεξαμενή ορατή, της στέρνας μένε,

νερό πηγαίο, σύνοφρυ, Οφθαλμέ που μέσα σου επιλέγεις

τόσο πολύ ύπνο να φυλάς κάτω από φλόγινο μαγνάδι,

ω εσύ Σιωπή μου!... ω οικοδόμημα μες στην ψυχή, με υφάδι

ολόχρυσο τα χίλια κεραμίδια κέντησες της Στέγης!

 

Ναέ του Χρόνου, που σου συνοψίζει τους καιρούς ο στόνος,

ιδού, ανεβαίνω στο σημείο αυτό και συνηθίζω μόνος,

καθώς μες στο θαλασσινό μου βλέμμα βρίσκομαι κλεισμένος·

και πέμποντας προς τους θεούς την υπερτάτη προσφορά μου

ατάραχοι σπινθηρισμοί, γαλήνιοι, σπέρνουνε σιμά μου,

σε τούτο το ύψωμα, το κραταιό θράσος, το νά ’μαι επηρμένος.

 

Σιγά, κι έτσι όπως λειώνεται, να γίνει απόλαυση η οπώρα,

που αν, όμως, λείψει, σε ηδονή η απουσία της αλλάζει, τώρα

μέσ’ σ’ ένα στόμα χάνεται, κι εκεί το σχήμα του πεθαίνει,

κι εγώ, έτσι, εδώ, στον τόπο αυτό, ρουφώ τον μέλλοντα καπνό μου,

ενώ ο ουρανός στη φαγωμένη μου ψυχή, στον ψυχισμό μου,

τραγούδι για τις αλλαγές στεναζουσών ακτών υφαίνει.

 

Ωραίε ουρανέ, εσύ αληθινέ ουρανέ, για δες με πώς αλλάζω!

Μετά από τόσην έπαρση και την αλλόκοτη που βγάζω

νωθρότητα, έναν όκνο που ’χει σφρίγος να του περισσεύει,

εγκαταλείπομαι στον χώρο τούτον που λαμποκοπάει,

και ο ίσκιος μου στους οίκους των νεκρών επάνω περπατάει,

ενώ η κίνησή του η εύθραυστη γνωρίζει να με τιθασεύει.

Φως την ψυχή μου από του ηλιοστάσιου τους πυρσούς φαιδρύνει

για να σε υπερασπίζομαι περίφημη δικαιοσύνη

του φωτισμού, με τ’ ανοικτίρμονά σου όπλα στην αράδα!

Σ’ επαναφέρω αμόλυντη και αγνή στις πρωτινές σου θέσεις:

κοιτάξου!... Μ’ επαναφορά φωτός υπό προϋποθέσεις

συμβαίνει μόνο: τη μισή απαιτεί του σκότους σκυθρωπάδα.

 

Για μένα, ω, μόνο, και σ’ εμένα, ναι, σ’ εμέ τον ίδιο, που είναι σ’

εγγύτητα με μια καρδιά και στου ποιήματος τις κρήνες,

ανάμεσα κενού και γνήσϊων συμβάντων επαλλήλων,

ο αντίλαλος προσμένω ν’ αρθρωθεί του εντός μου μεγαλείου,

πικρή μια στέρνα, ζοφερή, σκοτεινιασμένη του ανηλίου

νερού, όπου πάντα ηχεί μες στην ψυχή μελλοντικό ένα κοίλον!

 

Γνωρίζεις, ψεύτικη εσύ ειρκτή των φυλλωμάτων, ναι, γνωρίζεις,

ω κόλπε, που τις κάτισχνες αυτές κιγκλίδες ροκανίζεις,

σαν κλείνω ερμητικά τα μάτια μου, ποιοί μυστικοί ιμάντες

με σέρνουν, ποιό κορμί στο τέλος του το οκνό με παρασύρει,

ποιό μέτωπο, στη γη για να το χώσει από τα οστά το σύρει;

Εδώ μια σπίθα συλλογιέται τους δικούς μου μεταστάντες.

 

Μέρος ιερό, από μια άυλη φωτιά γεμάτο, και κλεισμένο·

χωμάτινο ένα θραύσμα, σπάραγμα, στο φως προσκομισμένο –

μου αρέσει ο τόπος τούτος ο σπαρμένος όλο λύχνους, και όντως

με τέρπει: σύνθεμα χρυσού και λίθων, που από σύσκια γέμει

δεντριά, και που το μάρμαρο απ’ τις τόσες τις σκϊάσεις τρέμει·

εδώ, έμπιστος, στο σκέπασμα των τάφων μου κοιμάται ο πόντος!

 

Θαυμάσια, εξαίσια Σκύλλα, τους παγανιστές μακριά μου κράτα!

Με το χαμόγελο όταν του ποιμένος βόσκω εγώ τα πράτα

–τα μυστηριώδη πρόβατά μου, μόνος απ’ αρχής έως τέλους,

το ολόλευκο κοπάδι εκεί, όπου οι ήσυχοί μου τάφοι ορίζουν–

τα φρόνιμα να διώχνεις περιστέρια εσύ, που γουργουρίζουν,

τα μάταια απόπεμπε όνειρα και τους περίεργους αγγέλους!

 

Εδώ που βρίσκομαι, το μέλλον είναι σχόλη και ακηδία.

Μονήρες, ξεκομμένο ξύνει το έντομο την ξηρασία·

τα πάντα εκάηκαν, ανεμοσκορπιστήκαν, σε δαύτη

την αδυσώπητη –μακάρι νά ’ξερα κι εγώ ποιά– ουσία…

Τεράστια γίνεται η ζωή μεθώντας απ’ την απουσία·

η πίκρα είναι γλυκύτατη, και φωτεινό το πνεύμα αστράφτει.

 

Σε τούτο ’δώ το χώμα οι πεθαμένοι είναι καλά κρυμμένοι –

στη γης αυτή που θάλπει το μυστήριό τους· το ξεραίνει.

Η Μεσημβρία εκεί ψηλά –ψηλά και δίχως να κινείται–

στοχάζεται ενδομύχως, βρίσκει την ισχύ των νοημάτων…

Γεμάτε νου και κορεσμένε, διάδημα εκ των τελειοτάτων,

εγώ είμαι εντός σου η αλλαγή που μυστικώς επιτελείται.

 

Τους φόβους σου να ελέγχεις έχεις μόνο τη βοήθειά μου!

Οι μεταμέλειες μου, οι αμφιβολίες μου, τα εμπόδϊά μου

είν’ ελαττώματα: ό,τι το τρανό διαμάντι σου ψευτίζει…

Μα μέσα εκεί στη νύχτα τους, που από τα μάρμαρα βαραίνει,

ένας –ας πούμε– λαός στων δέντρων είν’ τις ρίζες και επιμένει

το μέρος σου να παίρνει από καιρό και να σε υποστηρίζει.

 

Σε μι’ απουσία τελείως έχουν διαλυθεί πυκνή, δασεία,

και η κόκκινη άργιλος κατάπιε το λευκό τους είδος· στα ία,

ναι, στα άνθη, που το ρούφηξαν, το δώρο της ζωής εδόθη!

Πού πήγαν των κεκοιμημένων οι γνωστές, συνήθεις φράσεις;…

Η ατομική τους τέχνη;… της ψυχής του πού ’ναι οι ανατάσεις;

Κει μέσα που τα δάκρυα επλάθονταν, πλαγγόνα τώρα κλώθει.

 

Των κοριτσιών τσιρίδες που πιαστήκαν αιφνιδιασμένα,

τα μάτια και τα δόντια και τα τσίνορά τους τα κλαμένα,

το ελκυστικό τους στήθος που με τη φωτιά παίζει με κέφι.,

επίσης το αίμα που αστραφτοκοπά στα πρόθυμά τους χείλη,

τα λοίσθια δώρα, τ’ ακροδάχτυλα που τους φρουρούν την ύλη,

το καθετί στο χώμα μπαίνει και στην παιδιά επιστρέφει!

 

Κι εσύ μεγάλη μου ψυχή, είσ’ εδώ, στης προσμονής τη ράχη,

πιστεύοντας πως τ’ όνειρο της πλάνης χρώματα δεν θά ’χει

σαν κείνα που χρυσό το κύμα σ’ ένσαρκες ματιές συσταίνει;

Θα τραγουδάς, αλήθεια, κι όταν πια καπνός θε νά ’χεις γίνει;

Εμπρός! Τα πάντα φεύγουν! Πόρος μου κανένας δεν θα μείνει·

ακόμα και αυτή η ανυπομονησία η αγία, ναι, πεθαίνει!

 

Αθανασία κάτισχνη, μαυρειδερή, επιχρυσωμένη,

παρηγορήτρα εσύ, φρικιαστικά δαφνοστεφανωμένη,

που φτιάχνεις απ’ τον θάνατο ένα στήθος μητρικό και τέλειο,

το ψεύδος το πανέμορφο και την ευλαβικιάν απάτη!

Ποιός δεν τα ξέρει;… Ποιός αρνιέται ότι είναι μες σε τούτα κάτι;:

σ’ ετούτο το κρανίο το άδειο και στο αιώνιο ετούτο γέλιο!

 

Πατέρες μυχιότατοι, κεφάλια δίχως καν ενοίκους,

που κάτω από το βάρος τόσων φτυαρισμάτων, μες στους οίκους

του χώματος βρισκόσαστε, μπερδεύοντάς μας πια το βήμα,

και το σαράκι το πραγματικό, το μόνιμο σκουλήκι,

δεν είναι εκεί για σας τους κοιμωμένους, μήτε σας ανήκει·

ζει από τη ζωή και δεν με αφήνει – ακόμα κι έξω από το μνήμα!

 

Αγάπη νά ’ναι ή μήπως τάχα για τον εαυτό μου μίσος;

Το μυστικό του δόντι είναι κοντά, και τόσο δίπλα μου ίσως,

που, ναι, τα ονόματα όλα, πιθανόν, μπορεί να του ταιριάζουν!

Ποιό τ’ όφελος;! Θωρεί και θέλει και ονειρεύεται και αγγίζει!

Το τέρπει η σάρκα μου, και στη στρωμνή μου νά ’ρθει ανηφορίζει·

Όλα όσα ζω σε αυτό το ζωντανό ον ν’ ανήκω με αναγκάζουν.

 

Ω Ζήνων! Ζήνων άσπλαχνε! Ω Ζήνων Ελεάτη, μ’ έχεις

τρυπήσει ώς πέρα με το φτερωμένο βέλος που κατέχεις,

που πάλλεται και που πετά και ας μην πετάει. Κατά τ’ άλλα

παιδί με κάνει ο ήχος του, και με σκοτώνει αυτό το βέλος!

Αχ, ο ήλϊος!... Μέσα στην ψυχή σκϊά χελώνας είναι, τέλος,

ο ωκύπους Αχιλλεύς: ακίνητος με βήματα μεγάλα!

 

Όχι, όχι!... Ορθός στην αιώνια μείνε εποχή – μην κάνεις βήμα!

Κορμί μου, πιάσε σύντριψε το ορθοφρονούν ετούτο σχήμα!

Και στήθος μου, εσύ ρούφηξε τη γέννηση του αγέρα απ’ έξω!

Δροσιά καλή με μια ευκρασία εκεί, που η θάλασσα αναδίνει,

μου ξαναδίνουν την ψυχή μου… Ω δύναμη, ώ της άρμης δίνη!

Για ν’ αναβλύσω πάλι ζωντανός, στο κύμα τώρα ας τρέξω!

 

Ναι! Θάλασσα μεγάλη, πόντε εσύ, της μάνητας κοιτίδα,

του πάνθηρα ω τομάρι, μα και χιλιοτρύπητη χλαμύδα,

που με είδωλα χιλιάδες χρόνια τώρα ο ήλιος την αργάζει,

ω απόλυτη ύδρα, απ’ τη γλαυκή σου σάρκα πάντα μεθυσμένη,

που η ουρά σου σπίθες εκτοξεύει και είσαι πάλι δαγκωμένη

σε κάποια μέσα ταραχή που της σιωπής στ’ αλήθεια μοιάζει,

 

σηκώνεται ο άνεμος!... Οφείλω να γευτώ ό,τι η ζωή μού δίνει!

Ο απέραντος αγέρας το βιβλίο μου μού ανοιγοκλείνει·

Το κύμα ως χους, ως κονιορτός τολμά απ’ τα βράχια ν’ αναβλύσει!

Λαμπρές σελίδες για πετάξτε – και το λάμπος σας μην κρύψτε!

Και κύματα εύθυμα, νερά φαιδρά μου, ελάτε και συντρίψτε

την ήρεμη τη στέγη αυτή που φλόκοι έχουνε ραμφίσει.

 

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.





















 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου