Τρίτη 25 Μαΐου 2021

ΨΑΛΜΟΣ 17 (18)

 


ΑΠΟ ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙ

 

ΨΑΛΜΟΣ 17 (18)

Ἀγαπήσω σε, Κύριε...

 

1.             Πάντα θὰ σὲ ἀγαπῶ, Κύριε,

2.             γιατὶ εἶσαι ἡ δύναμή μου·

3.             ὁ Κύριος εἶναι τὸ ἀγκωνάρι μου καὶ τὸ καταφύγιό μου καὶ ὁ ἐλευθερωτής μου. Ὁ Θεός μου εἶναι ὁ βοηθός μου, καὶ σ᾽ αὐτὸν θὰ ἐλπίζω πάντοτε· εἶναι ὁ ὑπερασπιστής μου, εἶναι ἡ ἀσπίδα μου, ὁ προστάτης καὶ ἀντιλήπτοράς μου εἶναι.

4.             Μὲ ὕμνους θὰ ἐπικαλοῦμαι τὸν Κύριό μου, καὶ ἀπὸ ὅλους θὰ σωθῶ τοὺς ἐχθρούς μου.

5.             Πόνοι καὶ ἀγωνία θανάτου μὲ κύκλωσαν καὶ χείμαρροι ἀνομίας ἀπὸ παντοῦ μὲ ζώσανε καὶ μὲ ταράζουν.

6.             Τοῦ Ἅδη μ᾽ ἔχουνε περικυκλώσει ὠδίνες, καὶ παγίδες θανάτου μὲ τριγυρίζουν ὁλοῦθε.

7.             Στὶς μεγάλες μου θλίψεις τὸν Θεὸ ἐπικαλέστηκα καὶ μὲ τ᾽ ὄνομά του τὸν ἐφώναξα· καὶ ὅπως ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἅγιο του ναὸ τὴ φωνή μου, ἔτσι θὰ φτάσει στ᾽ ἀφτιά του καὶ ἡ κραυγή μου, ποὺ τὸν θέλω.

8.             Καὶ τότε ἐσείστηκε καὶ ἄρχισε νὰ τρέμει ἀπὸ τὸν φόβο της ὁλόκληρη ἡ γῆ, καὶ ταράχτηκαν ἐκ θεμελίων τὰ βουνὰ μὲ τεράστιο σάλο ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μου.

9.             Ἀπ᾽ τὴν ὀργή του βγῆκε καπνὸς καὶ ἀπὸ τὴν ὄψη του πετάχτηκαν φωτιὲς ποὺ σκορπίστηκαν κι ἔγιναν ὅλα κάρβουνα ἀναμμένα.

10.         Καὶ πλάγιασε τοὺς οὐρανοὺς γιὰ νὰ χαμηλώσουνε καὶ νὰ κατεβεῖ, καὶ σ᾽ ἕνα κατάμαυρο σύννεφο ἐπάνω πατοῦσαν τὰ πόδια του.

11.         Καβάλησε τὰ Χερουβείμ καὶ πέταξε,... ἐπέταξε φερόμενος ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων.

12.         Καὶ ἅπλωσε σκοτάδια γύρω του γιὰ νὰ τὸν κρύβουνε. Καὶ ἁπλώθηκε ὁλόγυρα ἡ σκηνή του ποὺ ἤτανε φτιαγμένη ἀπὸ μαῦρα νερὰ καὶ νεφέλες ἀέρων.

13.         Ἀπ᾽ τὴν ἐκτυφλωτική του λάμψη ἐμπρὸς διαβήκανε σύννεφα, χαλάζι καὶ κάρβουνα ἀναμμένα νὰ πᾶν τοὺς ἐχθρούς του νὰ κάψουν.

14.         Καὶ βρόντησε ἀπ᾽ τὸν οὐρανὸ ὁ Κύριος καὶ ἐξαπέλυσε τὴ φωνή του ὁ Ὕψιστος.

15.         Κι ἔριξε βέλη ἐναντίον τους καὶ τοὺς κατεσκόρπισε, καὶ μὲ τὶς χιλιάδες ἀστραπές του τοὺς συντάραξε.

16.         Καὶ φανερώθηκαν τότε τὰ βάθη τῶν πηγῶν καὶ ὅλων τῶν ὑδάτων καὶ ξεγυμνώθηκαν τῆς οἰκουμένης τὰ θεμέλια ἀπὸ τὴν ἐπιτίμησή σου, Κύριε, καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς σου τὸ φύσημα.

17.         Κι ἔστειλε τότε ἀπὸ τὰ οὐράνια ὕψη δυνάμεις νὰ μὲ παραλάβουνε σῶο, μὴν κινδυνέψω μὲς στὰ τόσα νερὰ νὰ πνιγῶ, νὰ βουλιάξω.

18.         Καὶ μ᾽ ἔσωσε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μου, ποὺ εἶχαν γίνει πολὺ πιὸ δυνατοὶ ἀπὸ ἐμένα, καὶ ἀπὸ ὅσους μὲ μισοῦσαν.

19.         Καὶ πρόλαβαν νὰ μὲ πάρουν τὴν ἡμέρα ποὺ δεινοπαθοῦσα, κι ἔτσι ἔγινε ὁ Κύριος καὶ στήριγμά μου καὶ ἀντστύλι μου,

20.         καὶ μ᾽ ἔβγαλε ἀπὸ τὴ στενὴ ὀδύνη καὶ μ᾽ ἔφερε στὴν ὁλόπλατη λύτρωση, καὶ μ᾽ ἐγλίτωσε, διότι μὲ ἀγάπησε, καὶ θὰ μὲ ξαναγλιτώσει, ἐπειδὴ μὲ ἀγαπάει.

21.         Καὶ θὰ πάρω ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸν Κύριο ποὺ θὰ βραβεύσει τὴ δικαιοσύνη μου, καὶ θά ᾽χω νὰ λάβω ἀνταπόδοση γιὰ τῶν χεριῶν μου τὴν καθαρότητα.

22.         Γιατὶ ἤμουν φύλακας στοὺς δρόμους τοῦ Κυρίου, καὶ τοὺς νόμους του τηροῦσα, καὶ ποτέ μου δὲν δείχτηκα ἐγὼ ἀσεβὴς στὸν Θεό μου.

23.         Ὅλες τὶς κρίσεις του τὶς εἶχα πάντοτε ὁδηγούς μου καὶ ἀπὸ τὶς δίκαιες τὶς ἐντολές του οὐδέποτε ἀποστάτησα.

24.         Καὶ πάντοτε θὰ εἶμαι ἄμεμπτος καὶ πάντοτε θὰ φυλάγομαι ἀπὸ ἀνομίες καὶ ἁμαρτήματα.

25.         Καὶ θὰ πάρω ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸν Κύριο ποὺ θὰ βραβεύσει τὴ δικαιοσύνη μου, καὶ θά ᾽χω νὰ λάβω ἀνταπόδοση γιὰ τῶν χεριῶν μου τὴν καθαρότητα, διότι μὲ βλέπουν καὶ μὲ κρίνουν τὰ μάτια του.

26.         Στοὺς ἀφοσιωμένους σου νὰ εἶσαι κι ἐσὺ ἀφοσιωμένος, Κύριε· καὶ ἀθῶος ἀπέναντι στοὺς ἀθώους νὰ εἶσαι.

27.         Καὶ μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς νὰ εἶσαι κι ἐσὺ ἐκλεκτός· καὶ ὅσους πᾶνε στραβὰ κι ἀνάποδα σὲ πιὸ στραβὸ καὶ σὲ ἀκόμα πιὸ άνάποδο δρόμο νὰ τοὺς βγάζεις.

28.         Διότι ἐσὺ θὰ σώσεις τὸν ταπεινὸ λαὸ καὶ ἐσὺ θὰ ταπεινώσεις τὰ ὑπερήφανα βλέμματα.

29.         Διότι ἐσύ, Κύριε καὶ Θεέ μου, θὰ ρίξεις στὸ λυχνάρι μου λάδι, γιὰ νά ᾽χω φῶς ἐγώ· ἐσὺ θὰ φωτίσεις τὸ σκοτάδι ποὺ μὲ ζώνει.

30.         Μὲ τὴ δική σου βοήθεια, Θεέ μου, θὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ κάθε πειρασμὸ καὶ μὲ τὴ συνδρομή σου θὰ ξεπερνάω ὅλα τὰ ἐμπόδια ποὺ μὲ ἄπαρτα μοιάζουνε κάστρα.

31.         Εἶσαι ὁ Θεός μου, καὶ εἶναι ἄμωμη ἡ ὁδός σου, καὶ τὰ λόγια σου καθαρὰ σὰν τὴ φωτιά, καὶ εἶσαι ὀ ὑπερασπιστὴς ὅλων ὅσοι ἔχουν τὶς ἐλπίδες τους σ᾽ ἐσένα στραμμένες.

32.         Διότι ποιός ἄλλος Θεὸς ὑπάρχει ἐκτὸς ἀπ᾽ τὸν Κύριο; Καὶ ποιός ἄλλος Θεὸς ὑπάρχει ἐκτὸς ἀπ᾽ τὸν Θεὸ τὸν δικό μας;

33.         Ὁ Θεὸς μ᾽ ἔχει ζώσει μὲ ἰσχὺ μεγάλη, καὶ τὸν δρόμο μου μὲ ἁγνότητα τὸν ἔχει στρωμένο·

34.         Αὐτὸς κάνει τὰ πόδια μου δυνατὰ νὰ τρέχουν σὰν ἐλάφι καὶ ν᾽ ἀνεβαίνουν στὰ βουνὰ τὰ πανύψηλα·

35.         αὐτὸς διδάσκει στὰ χέρια μου τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μου καὶ αὐτὸς δίνει στὰ μπράτσα μου δύναμη νὰ τεντώνουν χάλκινα τόξα·

36.         ἐσὺ μοῦ ἔδωσες, Κύριε, τρόπους νὰ ὑπερασπίζομαι τὸν ἑαυτό μου, καὶ τὸ δεξί σου χέρι μὲ προστάτευε πάντοτε καὶ μὲ κρατοῦσε, καὶ τὰ διδάγματά σου, ποὺ ὁλόρθον μὲ κράτησαν, καὶ πάλι θὰ μὲ διδάξουν καὶ πάντοτε θὰ μὲ διδάσκουν τί πρέπει νὰ κάνω.

37.         Τὰ βήματά μου τὰ ὁδήγησες νὰ πατᾶνε σὲ χώματα πλατιά καὶ τὰ πέλματά μου ποτὲ δὲν κουράστηκαν.

38.         Τοὺς ἐχθρούς μου ἐσὺ τοὺς ἔδιωξες, κι ἐγὼ θὰ συνεχίσω νὰ τοὺς κυνηγῶ καὶ νὰ τοὺς διώκω, καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὸ κάνω μέχρι νὰ ἐξαφανισθοῦν τελείως.

39.         Καὶ θὰ τοὺς λειώσω, καὶ δὲν θὰ μποροῦν πιὰ νὰ σταθοῦνε στὰ πόδια τους, καὶ θὰ πέφτουν συνέχεια κάτω νὰ τοὺς πατᾶνε τὰ πόδια μου.

40.         Καὶ μὲ ἀρμάτωσες ὁλόκληρον μὲ δύναμη γιὰ νὰ νικῶ στοὺς πολέμους, καὶ ἔβαλες τρικλοποδιὰ σὲ ὅσους ἐπαναστάτησαν ἐναντίον μου καὶ τοὺς ἔχω πατημένους τώρα ἐγὼ μὲ τὰ πόδια μου.

41.         Καὶ ἔτρεψες σὲ φυγὴ τοὺς ἐχθρούς μου, καὶ ὅσους μὲ μισοῦσαν τοὺς ἐξολόθρευσες.

42.         Κι ἂν ἔβγαλαν κραυγὴ γιὰ νὰ τοὺς σώσει ὁ Κύριος, ὁ Κύριος δὲν ἦταν ἐκεῖ γι᾽ αὐτοὺς καὶ δὲν τοὺς ἄκουσε.

43.         Ἄχυρα αὐτοὶ κι ἐγὼ ἄνεμος — ἔτσι τοὺς ἐσκόρπισα κι ἔτσι θὰ τοὺς σκορπίζω πάντα, καὶ θὰ τοὺς καθαρίζω ὅπως καθαρίζουμε ἀπ᾽ τὴ λάσπη τῶν παπουτσιῶν τὶς σόλες.

44.         Σῶσε με ἀπ᾽ τὶς διαμάχες καὶ τὶς διχόνοιες τοῦ λαοῦ. Κάνε με ἀρχηγὸ τῶν ἐθνῶν. Λαούς, ποὺ δὲν τοὺς γνώριζα, τοὺς ὑποδούλωσα

45.         καὶ γίνανε δικοί μου ὑπήκοοι καὶ μὲ ἀκοῦνε τώρα, ὅπως κάνουν καὶ γιοὶ ξένων λαῶν ποὺ μοῦ ἔλεγαν ψέματα.

46.         Γιοὶ ξένων λαῶν ἐγέρασαν καὶ ἀχρηστεύτηκαν καὶ σὰν τοὺς σακάτηδες τρεκλίζουν στὸν δρόμο τους.

47.         Ζεῖ ὁ Κύριος, καὶ δοξάζω ἐγὼ τὸν Θεό μου, καὶ ἂς εἶναι πάντα ψηλὰ ὁ Θεὸς τῆς δικῆς μου σωτηρίας,

48.         ὁ Θεὸς ποὺ ἔλαβε ἐκδικήσεις γιὰ μένα καὶ ποὺ ὑπέταξε λαοὺς γιὰ χάρη δική μου,

49.         καὶ εἶναι ὁ ἐλευθερωτής μου ἀπὸ τοὺς ὀργίλους ἐχθρούς μου καὶ ἀπὸ τοὺς ἐπαναστατήσαντες ἐναντίον μου. Ἐσύ, Θεέ μου, θὰ μὲ ὑψώνεις πάντα νικητὴ καὶ θὰ μὲ σώζεις ἀπὸ ἀνθρώπους ἀδίκους.

50.         Γι᾽ αὐτὸ θὰ σὲ δοξολογῶ ἐγώ, Κύριε, ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν καὶ πάντα θ᾽ ἀνυμνῶ τ᾽ ὄνομά σου.

51.         Ἐσένα, ποὺ μεγαλύνεις τὴ σωτηρία τοῦ βασιλιᾶ ποὺ διάλεξες καὶ ὅρισες δικό σου, θὰ δοξολογῶ, ἐσένα ποὺ τοῦ Δαβὶδ τὸ σπέρμα μὲ τὸ ἔλεός σου περιβάλλεις καὶ τώρα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου