Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

ΤΡΕΙΣ ΜΑΤΙΕΣ ΣΕ ΟΠΑΛΙΟ



GEORG TRAKL


ΤΡΕΙΣ ΜΑΤΙΕΣ ΣΕ ΟΠΑΛΙΟ

1
Ματιά σε οπάλι: το χωριό άκαρπα το στεφανώνουν κάτι αμπέλια,
του λόφου βράχια κατακίτρινα, τα γκρίζα της γαλήνης νέφη,
μαζί με την εσπερινή δροσοπηγή. Διπλό καθρέφτη στέφει
η πελιδνή σκϊά που χρώμα πέτρας έχει από γλοιώδη χέλια.

Του φθινοπώρου δρόμοι ή μονοπάτια προχωρούν να βγουν στο βράδυ,
προσκυνητές με ψαλμουδιές, τα δε λινά τους αίματος μια τρέσα
κηλίδωσε. Του μόνου κι έρημου η μορφή κοιτάζει κατά μέσα
διαβαίνοντας, σαν άγγελός χλομός, το στέρφο, το άγονο λιβάδι.

Κατάμαυρος φυσάει λίβας. Όπου σάτυρος, θα δεις και ιέρεια
κομψή γυναίκα· μοναχούς φιλήδονους· ιερείς σαν το μπακίρι
ωχρούς· η τρέλα τους, με κρίνους στολισμένη, ζοφερή έχει γείρει
και στου Θεού τον χρυσό βωμό ζητά να φτάσει με υψωμένα χέρια.


2
Με όλη την υγρασία της, δροσοσταλίδα μένει κρεμασμένη
σε δεντρολίβανο: με οσμές από τα μνήματα πετάει μι’ αύρα·
και στα νοσοκομεία φτιάχνει με ουρλιαχτά και με βλαστήμιες χάβρα.
Σαπρό κουφάρι μέσ’ απ’ τον οικογενειακό του τάφο βγαίνει.

Φορώντας βέλο και με μύξες μπλε μια γριά χορεύει· γεμισμένα
βρομιές και λίπη τα μαλλιά της, και τα μάτια της να κλαίνε χώρια·
κάτω από ιτιές με μπερδεμένα τα όνειρά τους κάθονται τ’ αγόρια
χαμένα, με τα μέτωπά τους άγρια και από λέπρα φαγωμένα.

Στα τοξωτά παράθυρα το βράδυ πέφτει ολόγλυκο, βουλιάζει.
Τότε ένας άγιος απ’ τα στίγματά του βγαίνει που δεν συγχωρούνται.
Μαβιοί σαλίγκαροι απ’ τα τσακισμένα όστρακά τους ξεπετιούνται
και εμέσουν αίμα εκεί, στον αγκαθότοπο πού γκρίζος τα κοιτάζει.


3
Στων ανοιχτών πληγών τους βάζουν τ’ αποστήματα οι τυφλοί λιβάνι.
Χρυσά και πορφυρά άμφια· λαμπάδες που τις ψαλμωδίες δοξάζουν·
μικρά κορίτσια που σαν φάρμακο το σώμα του Χριστού αγκαλιάζουν.
Μορφές και όντα κέρινα στις φλόγες περπατούν και στο ντουμάνι.

Και των λεπρών ο μεταμεσονύκτϊος χορός στον βλάκα εφάνη
σκελετωμένο ότι ήταν ον. Φανταστικών συμβεβηκότων κήπος·
γκριμάτσα λουλουδιών και φάτσα που γελάει και τεράστιος ίππος
που τριποδίζει, αλλά και μέτωπο γερτό με εξ ακανθών στεφάνι.

Ω φτώχεια!, του ζητιάνου σούπα και ψωμί και ολόγλυκο ένα πράσο·
του βίου ονειροπόληση σε καλυβάκια που ’ναι μες σε δάση.
Ο γκρίζος ουρανός σκληραίνει και σε κίτρινα θα κατεβάσει
χωράφια εσπερινή καμπάνα να γλυκοχτυπά με μιαν ανάσα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου