Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

DONNERBACH MÜHLE



RENÉ CHAR


DONNERBACH MÜHLE

                      Χειμώνας 1939

Νοέμβρης με ομίχλες, και μέσα στην δασύτητα του δάσος την καμπάνα ακούω του τελευταίου μονοπατιού να καβατζάρει το βράδυ και να εξαφανίζεται, το δε μακρινό τάμα του ανέμου να χωρίζει την επιστροφή στα σίδερα της απουσίας που διαβαίνει.

   Εποχή ζώων ειρηνικών και κοριτσιών χωρίς μοχθηρία, εσύ διαθέτεις δυνάμεις, στις οποίες η δύναμη η δική μου αντιμιλάει, αντιφάσκει· έχεις του ονόματός μου τα μάτια, το όνομα που μου ζητάνε να ξεχάσω.

   Πένθιμες κωδωνοκρουσίες κόσμου πολυαγαπημένου, και ακούω τα τέρατα που σούρνονται επάνω σε χώματα δίχως χαμόγελο. Η αναψοκοκκινισμένη μου αδελφή ιδροκοπάει. Η μανιασμένη μου αδελφή καλεί στα όπλα.

   Της λίμνης το φεγγάρι βάζει πόδι στην παραλία εκείνη, όπου του καλοκαιριού η γλυκιά φυτική φωτιά κατεβαίνει στο κύμα που τη σέρνει σ’ ένα κρεβάτι από τέφρες μυχιότατες.

Σημαδεμένο από το κανονίδι
–όριο ζωντανό, τεράστιο
το σπίτι μες στο δάσος, ναι, καίγεται.
Ντόννερ, μπαχ, μύυλε:
βροντή, ρυάκι, μύλος.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου