ΣΩΤΗΡΗΣ
Π. ΒΑΡΝΑΒΑΣ
Η
ΘΗΜΩΝΙΑ
Στοίβαζε η μάνα μ’ ένα διχάλι τα δεμάτια
κι εγώ μες στην καρδιά μου τις ματιές της
σαν μού ’γνεφε να της τα δίνω
κι άλλο βλέμμα
κι άλλο δεμάτι
κι όλο δουλεύαμε
κι όλο αισθήσεις κινούσανε το κάρο
κανένα κενό δε χώριζε τα δώδεκά μου χρόνια
απ' τα δικά της.
Κι ήταν η θημωνιά μας τελειωμένη
αλώβητα να μείνουνε τα στάχυα
φυλάγανε το ένα τ’ άλλο με το στήθος.
Μα ένα φίδι ξαφνικά
έφερε τα πάνω κάτω
γυρίζανε στον αέρα οι τροχοί.
Ανάποδα το διχάλι τα δεμάτια κι οι ματιές της
το καλοκαίρι εκείνο.
Ένα απέραντο κενό.
Ψηλαφητά ψάχνω ακόμα μες στο χωράφι
κι έρχεται τις νύχτες
και μου γνέφει για τ’ άλλο δεμάτι.
Από
το βιβλίο: Σωτήρης Π. Βαρνάβας, «Γράμματα εμπράγματα», Εκδόσεις Γαβριηλίδης,
Αθήνα 2015, σελ. 11.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου