RAINER
MARIA RILKE
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Οι νύχτες, για τα πλήθη, δεν έγιναν, στοχάσου.
Η νύχτα σε χωρίζει από τον γείτονά σου,
γι αυτό, δεν πρέπει, εσύ, να τον ζητήσεις.
Κι’ αν, νύχτα, ανάψεις φως στην κάμαρά σου,
στο πρόσωπον ανθρώπους ν’ αντικρύσεις…
ποιούς; – πρέπει τον εαυτό σου να ρωτήσεις.
Οι ανθρώποι, φοβερά, απ’ το φως, είν’ αλλοιωμένοι,
που το ιδρώνουνε τα πρόσωπά τους,
κι’ αν, νύχτα, τύχαινε να είναι μαζεμένοι,
έναν κόσμο που θα παραπάταγε, να δεις
Η νύχτα σε χωρίζει από τον γείτονά σου,
γι αυτό, δεν πρέπει, εσύ, να τον ζητήσεις.
Κι’ αν, νύχτα, ανάψεις φως στην κάμαρά σου,
στο πρόσωπον ανθρώπους ν’ αντικρύσεις…
ποιούς; – πρέπει τον εαυτό σου να ρωτήσεις.
Οι ανθρώποι, φοβερά, απ’ το φως, είν’ αλλοιωμένοι,
που το ιδρώνουνε τα πρόσωπά τους,
κι’ αν, νύχτα, τύχαινε να είναι μαζεμένοι,
έναν κόσμο που θα παραπάταγε, να δεις
θα μπορούσες, ο ένας στον άλλο πάνω ακουμπησμένοι.
Κίτρινο φως, πάνω στα μέτωπά τους,
όλες τις σκέψεις έδιωξε μακρυά,
το κρασί τρέμει μες τα βλέμματα τους
και στα χέρια τους κρέμεται η βαριά
Κίτρινο φως, πάνω στα μέτωπά τους,
όλες τις σκέψεις έδιωξε μακρυά,
το κρασί τρέμει μες τα βλέμματα τους
και στα χέρια τους κρέμεται η βαριά
χειρονομία, που μ’ αυτήν εννοούνε,
όταν συνομιλούν, ο ένας τον άλλο, και σ’ αυτό
απάνω, ολοένα, λεν: Εγώ κ’ Εγώ
και, με το Εγώ, έναν άλλον, οποιονδήποτε, θεωρούνε.
Μετάφραση: Άρης Δικταίος.
Από το βιβλίο: Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Εκλογή από το ποιητικό
του έργο», μετάφραση Άρης Δικταίος, Κάδμος, Αθήνα 1957, σελ. 101.
*************
MENSCHEN
BEI NACHT
Die Nächte
sind nicht für die Menge gemacht.
Von deinem Nachbar trennt dich die Nacht,
und du sollst ihn nicht suchen trotzdem.
Und machst du nachts deine Stube licht,
um Menschen zu schauen ins Angesicht,
so musst du bedenken: wem.
Die Menschen sind furchtbar vom Licht entstellt,
das von ihren Gesichtern träuft,
und haben sie nachts sich zusammengesellt,
so schaust du eine wankende Welt
durcheinandergehäuft.
Auf ihren Stirnen hat gelber Schein
alle Gedanken verdrängt,
in ihren Blicken flackert der Wein,
an ihren Händen hängt
die schwere Gebärde, mit der sie sich
bei ihren Gesprächen verstehn;
und dabei sagen sie: Ich und Ich
und meinen: Irgendwen.
Von deinem Nachbar trennt dich die Nacht,
und du sollst ihn nicht suchen trotzdem.
Und machst du nachts deine Stube licht,
um Menschen zu schauen ins Angesicht,
so musst du bedenken: wem.
Die Menschen sind furchtbar vom Licht entstellt,
das von ihren Gesichtern träuft,
und haben sie nachts sich zusammengesellt,
so schaust du eine wankende Welt
durcheinandergehäuft.
Auf ihren Stirnen hat gelber Schein
alle Gedanken verdrängt,
in ihren Blicken flackert der Wein,
an ihren Händen hängt
die schwere Gebärde, mit der sie sich
bei ihren Gesprächen verstehn;
und dabei sagen sie: Ich und Ich
und meinen: Irgendwen.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου