Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

ΟΙ ΓΚΑΟΥΤΣΟΣ



JORGE LUIS BORGES


ΟΙ ΓΚΑΟΥΤΣΟΣ

Ποιός να τους τό ’λεγε ότι οι πρόγονοί τους είχανε φτάσει εδώ από
  κάποια θάλασσα, ποιός να τους τό ’λεγε τί πράμα είναι η θάλασσα
  και τα νερά της;
Μιγάδες απ’ το αίμα του λευκού τούς μέτραγαν για λίγο, μιγάδες απ’ το
  αίμα του ερυθρόδερμου ήσαν εχθροί τους.
Πολλοί δεν είχαν ποτέ τους ακούσει τη λέξη γκάουτσο, ή την είχανε
  ακούσει σα βρισιά.
Έμαθαν τους δρόμους των άστρων, τις συνήθειες του αέρα και του
  πουλιού, όπως και τις προφητείες των σύγνεφων του Νότου,
  αλλά και της σελήνης, άμα θολώνει.
Ήσαν βοσκοί σε ράντσα με κοπάδια, στέκονταν όρθιοι πάνω στο
  άλογο της ερήμου που μόλις το ίδιο εκείνο πρωί είχαν δαμάσει,
  πέταγαν λάσο, μαρκάριζαν τα ζωντανά τους, ήσαν γελαδάρηδες,
  σέμπροι, τραμπουκόμουτρα, καμιά φορά μάλιστα ήσαν και
  κοντραμπατζήδεs. Κάποιος απ’ όσους άκουγαν να μιλάνε
  γι’ αυτούς γινόταν ο παγιαδόρος τους: στιχουργός και
   τραγουδιστής συνάμα.
Τραγούδαγε χωρίς πρεμούρα, γιατί η αυγή αργούσε να χαράξει, να
  φανεί καθαρή, και δεν ανέβαζε καθόλου τη φωνή του.
Μολονότι αγρότες κυνήγαγαν ιαγουάρους με τυλιγμένο το πόντσο
  στ’ αριστερό τους χέρι, και με το δεξί τους έμπηγαν το στιλέτο
  στην κοιλιά του ζώου, όταν σηκωνότανε στα πίσω του πόδια.
Η αργόσυρτη κουβέντα, το μάτε και η τράπουλα ήσαν οι τάσεις
  και το πνεύμα των καιρών τους.
Σε αντίθεση με άλλους αγρότες αυτοί ήσαν δεινοί στην ειρωνεία.
Ήσαν υπομονετικοί, με καθαρή καρδιά και πάμπτωχοι. Η φιλοξενία
  ήτανε της ψυχής τους το γλέντι.
Κάτι Σαββατόβραδα χάνονταν μες στου ποτού τη ζάλη.
Πέθαιναν και σκότωναν με αθωότητα.
Μπορεί να μην ήσαν καθόλου θρήσκοι, έξω από κάτι σκοτεινές
  δεισιδαιμονίες που πίστευαν, αλλά η σκληρή ζωή τούς
  εδίδαξε τη λατρεία του θάρρους και την πίστη σ’ αυτό.
Άνθρωποι της πόλης τούς φτιάξανε διάλεκτο και ποίηση με
  κάτι μεταφορές χοντροκομμένες και άτσαλες.
Σίγουρα δεν ήσαν τυχοδιώκτες, αλλά ένα κοπάδι μπορούσε να τους
  τραβήξει μακριά, οι δε πόλεμοι ακόμα μακρύτερα.
Δεν έδωσαν στην ιστορία ηγέτη ούτε για δείγμα. Ανέκαθεν ήσαν
  άντρες του Λόπες, του Ραμίρες, του Αρτίγας, του Κιρόγα,
  του Βούστος, του Πέδρο Κάμπελ, του Ρόσας, του Ουρκίσα,
  κι εκείνου του Ρικάρδο Λόπες Χορδάν που έσφαξε τον
  Ουρκίσα, κι ακόμα δούλευαν για τον Πενιαλόσα και για
  τον Σαράβια.
Δεν πέθαιναν γι’ αυτό το αφηρημένο πράγμα, που λέγεται πατρίδα,
  αλλά για το όποιο κατά περίσταση αφεντικό, πάνω σε κάποιον
  καβγά ή για ν’ απαντήσουνε σε τσαμπουκάδες.
Η τέφρα τους έχει χαθεί σε περιοχές της ηπείρου πολύ απομακρυσμένες,
  σε δημοκρατίες, των οποίων την ιστορία καν δεν εγνώριζαν, σε κάτι
  πεδία μαχών που σήμερα έχουνε γίνει διασημότατα.
Ο Ιλαρίων Ασκασούβι πρόλαβε να τους δει που τραγουδούσαν και
  πολέμαγαν.
Έζησαν το ριζικό τους σαν όνειρο, δίχως να ξέρουν ούτε ποιοί ούτε
  τί ήσαν.
Μπορεί όμως και με το δικό μας ριζικό να συμβαίνει το ίδιο.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου