Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΑΕΡΑΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Ο ΑΕΡΑΣ

 

Πιο πολύ κι απ’ τη θάλασσα, ο αέρας,

πιο αχανής κι απ’ τη θάλασσα, είναι ήρεμος.

Υψηλό πέπλο διαύγειας άνευ ετέρου,

ίσως μια μέρα της γης ο φλοιός μπορέσει

να σε νιώσει ανθρώπινο. Ανίκητος

ο αέρας δεν ξέρει ότι έχει ζήσει στο στήθος σου.

Χωρίς μνήμη, αθάνατος, λάμπει ο αέρας – λάμπει.

 

Μετάφραση; Γιώργος Κεντρωτής.


ΚΗΠΟΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΚΗΠΟΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

 

Φως και σιντριβάνι, λευκά, ζεστά.

Του κήπου η φωνή η ασημένια. Η νύχτα.

Ένα μονοπάτι ανεβαίνει και πεθαίνει.

Η ψυχή μου πάει από το δρόμο. Φωνές.

 

—Ω φεγγαρόφωτο του καθαρού σιντριβανιού!—

(Η ψυχή μου περνάει από τον κήπο. Το σιντριβάνι.)

—Ω ποτάμι καθαρό με την πεντακάθαρη λέμφο!—

(Η ψυχή μου περνάει από τον κήπο. Πεθαίνει...)

 

Των εύθυμων φωνών σβήνει ο απόηχος…

(Η ψυχή μου πάει από το δρόμο. Σελήνη.)

Του κήπου η φωνή η ασημένια. Η νύχτα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

ΒΡΕΧΕΙ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΒΡΕΧΕΙ

 

Σήμερα το απόγευμα βρέχει, βρέχει πεντακάθαρη η εικόνα σου.

Στη μνήμη μου μέσα ανοίγει η μέρα.

Μπήκες. Δεν ακούω.

Η μνήμη μου την εικόνα σου μόνο μού δίνει.

Μόνο το φιλί σου ή η βροχή σου πέφτει στη μνήμη μου.

Βρέχει η φωνή σου, βρέχει και το λυπημένο φιλί σου,

το φιλί το βαθύ, φιλί μες στη βροχή μουλιασμένο.

Υγρά τα χείλη σου – υγρά.

Κάθυγρο και γεμάτο μνήμες κλαίει το φιλί

από ψηλά, από γκρίζους ουρανούς ευαίσθητους.

Βρέχει ο έρωτάς σου και βρέχει τη μνήμη μου,

πέφτει και πέφτει συνέχεια και συνέχεια.

Το φιλί πέφτει στο βάθος, στο βάθος,

και γκρίζα η βροχή πέφτει και πέφτει ακόμα συνέχεια.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΝΕΡΟ

 



VICENTE ALEIXANDRE

 

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΝΕΡΟ

 

Θαλασσινό νερό, ποιός το νιώθει;

ποιός το έχει δει; ποιός το γνωρίζει;

ποιός θ’ αποκρυπτογραφήσει την κλείδα

του αλατιού; – με χάρισμα προορατικό αυτός…

Ουδέποτε αφρός ή χείλι καυτό.

Ίσκιος πικρός δίχως όνειρα.

Πεισματική, αποτυχημένη απόπειρα

ενός αίματος υπόγειου,

ενός έναστρου αίματος χυμένου,

τρελού και θλιμμένου απ’ ό,τι βλέπει στον ύπνο του.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΥΣΤΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΥΣΤΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

 

Εσύ ξαπλωμένη εδώ, στου δωματίου το σκοτάδι,

σαν τη σιωπή που απομένει ύστερα απ’ τον έρωτα,

κι εγώ ανασηκώνομαι ελαφρά απ’ της ακινησίας μου τα βάθη να ’ρθώ

έως τα άκρα σου, τα περίλεπτα και τα σβησμένα, που τόσο μα τόσο γλυκά υπάρχουν.

Και με το χέρι μου επιθεωρώ της ενδοστρεφούς ζωής σου τ’ αχνογραμμένα σύνορα.

Και νιώθω τη μουσική, την αμίλητη αλήθεια του κορμιού σου,

που πριν λίγο ακόμα ακατάστατα σαν άλλη φωτιά τραγουδούσε.

Η ακινησία κανακεύει τη μάζα που με τον έρωτα έχασε τη συνεχή μορφή της,

για ν’ απογειωθεί μετά, να φύγει κατά πάνω, με ακέραιη την αδηφάγα παρατυπία της φλόγας,

για να γίνει ξανά το σώμα το αληθινό που εντός των ορίων του πλάθεται πάλι.

 

Αγγίζοντας αυτά τα άκρα, μεταξένια, άθικτα, χλιαρά, απαλότατα στη γυμνότητά τους μέσα,

μαθαίνεις ότι η αγαπημένη σου επιμένει σθεναρά στη ζωή της.

Στιγμιαία φθορά είναι ο έρωτας, μι’ ανάφλεξη και καύση είναι

και απειλεί το άσπιλο πλάσμα που αγαπάμε και που το καταπατά η φωτιά μας,

και μόνο όταν ξεκολλάμε από τα λερωμένα, τα σβησμένα φώτα του

το βλέπουμε

και αναγνωρίζουμε τη ζωή ως τέλεια, καθότι φρεσκοζυμωμένη –

τη σιωπηλή και ζεστή ζωή που μας καλούσε από τη γλυκιά της εξώτερη περιφέρεια.

Να του έρωτα το τέλειο κύπελο που (γεμάτο ίσαμε πάνω

με το γαλήνιο αίμα του) λάμπει χρυσαφωμένο τώρα.

Να τα στήθη, η κοιλιά της, ο στρογγυλός μηρός της, το τέλεια φινισρισμένο πόδι της,

και πάνω από τους ώμους ο λαιμός της με κάτι νέα και απαλά φτερά,

το μάγουλο που δεν καίει ούτε καίγεται, ειλικρινέστατο έως αφελείας στο μόλις γεννημένο ρόδο του,

και το μέτωπο όπου ζει η καθημερινή σκέψη του έρωτά μας, αυτού που μένει ξάγρυπνος μες στις φωτοχυσίες.

Στη μέση, με τη σφραγίδα της λαγαρής της όψης,

που τη θερμαίνει χωρίς ιδιαίτερο ζήλο το κίτρινο απομεσήμερο,

βρίσκεται το στόμα, μια φίνα ρωγμή ανοιχτή και διάφανη στα φώτα.

Ω φοβερό κλειδί του σκεύους της φωτιάς,

το λεπτό σου αγγίζω δέρμα με τούτα τα δάχτυλα

που φοβούνται και συνάμα γνωρίζουν τα πάντα,

ενώ ακουμπάω το στόμα μου επάνω στη θαμπή σου την κόμη.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

ΔΥΟ ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΑ

 


ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ

 

ΔΥΟ ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΑ

 

Ι

Μέσα στη φωτιά χορεύεις

Μα η φωτιά είσαι σύ

Στο φουστάνι σου η νύχτα

Μαύρη και χρυσή

 

Αστραπές απ’ το μαχαίρι

Βάζω για χορδές

Πριν ο Έρωτας με πάρει

Την πληγή μου δες

 

(Ρεφραίν)

Άνοιξε φτερό η φωτιά

Μοναχή της να πετάξει

Μα η δική σου η ματιά

Ό,τι αγάπησα θα κάψει

Παίζει ο άνεμος βιολί

Χόρεψε σαν πεταλούδα

Πάνω στου κορμιού τη φλούδα

Ξέρει δρόμους το φιλί

 

Με λεπίδι ακονισμένο

Την καρδιά μου βρες

Της αγάπης μας οι νύχτες

Ήτανε μικρές

 

Εγώ φύλαξα το δάκρυ

Το πετράδι σου

Έχει αίμα και δε σβήνει

Το σημάδι σου

 

(Γραμμένο κάπου στη δεκαετία του 90 – στο τέλος ίσως.)

 

ΙΙ

Ποιός στου έρωτα τ’ αμάξι

Που ’χει για τροχούς φεγγάρια

Νιό πουλάρι έχει ζεμένο

Και δεν πιάνεται

 

Ποιός στον ουρανό ανεβαίνει

Και μαχαίρι ακονίζει

Με των αστεριών τ’ ακόνια

Κι είναι αθάνατος

 

Δάκρυ και κρασί στον κάμπο

Ποιός ζητάει να σκορπίσει

Μαύρος νάρκισσος να γίνει

Η αγάπη του

 

Με κουρσάρικες παντιέρες

Ποιός στο πέλαγο γυρίζει

Και στολίζεται κοράλλια

Με το χάραμα

 

Πούλιες και χρυσούς πλανήτες

Ποιός φοράει στο γιλέκο

Και γαμπρός στο πόρτο βγαίνει

Και σε καρτερεί

 

Τ’ ουρανού τραβάει ο δρόμος

Σε δυό σύννεφα ξωκλήσι

Που ντυμένο είναι βελούδα

Για το γάμο σου

 

Ξύπνα αγάπη μου κι ανέβα

Σε χρονιάρικο αλογάκι

Κι είμαι εγώ που τις οπλές του

Χρυσοκάρφωσα

 

(Αυτό είναι γραμμένο το 2018 – έτσι, λορκικό για μια παράσταση.)



ΥΠΟΘΗΚΗ


 

Η 365η ΚΑΙ ΑΚΡΟΤΕΛΕΥΤΙΑ ΠΡΩΙΝΗ ΣΚΕΨΗ-ΥΠΟΘΗΚΗ...

... του στρατηγού Λι Γιουν Τσεχ προς τον γιό του, τον υπολοχαγό Λι Σιάο Τσεχ:

Αν γυμνώσεις το σπαθί, δεν το ξαναθηκαρώνεις αναίμακτο, γιατί θα σ' το βουτήξει εύκολα μετά ο εχθρός και θα σ' το χώσει βαθιά στον αφεδρώνα μαζί με το θηκάρι του.

ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΠΕΤΡΑΤΟ


ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΠΕΤΡΑΤΟ


Και καφέδες και (πιο ύστερα) μπιρίτσες με τον Αντώνη Πετράτο, στον Κορυδαλλό, στο Americano.
Θέματα: Ποίηση ( 30 λεπτά) και Ολυμπιακός (90 λεπτά). Κατ' ουσίαν μονοθεματική ήταν η συζήτηση, αφού η Ποίηση και ο Ολυμπιακός ταυτίζονται!

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΑΝΤ

 


CÉSAR CANTONI

 

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΑΝΤ

 

Ο Καντ, που ουδέποτε βγήκε έξω από την Καινιξβέργη

–λέγεται μάλιστα ότι ήταν απρόθυμος

να βγει έξω κι απ’ το σπίτι του–,

έφτασε να γνωρίσει τον κόσμο

πιο καθαρά

από τον οποιονδήποτε πολυταξιδεμένο,

πράγμα που σε βάζει να σκέφτεσαι

–κι ας φαίνεται περίεργο–

ότι ο κόσμος όλος χωράει σ’ ένα δωμάτιο.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΣΥΜΦΩΝΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

 

Λυπημένα γάντια η μουσική φοράει,

ένα σχεδόν διάφανο πέπλο στην όψη της,

ή, κάτι φορές, όταν είναι η μελωδία θερμή,

μπερδεύεται στη ζώνη αγκομαχώντας σαν καλούπι σιδερένιο.

 

Ίσως γυρεύει ένα καλούπι να βάλει την καρδιά στη γλώσσα,

να δώσει στ’ όνειρο μια κάποια γαλάζια γεύση,

το πρόπλασμα να φτιάξει ενός χεριού που τυλίγει επακριβώς τη μέση

και, αν χρειαστεί, μάς τεμαχίζει σαν τίποτα αδύναμα σκουλήκια.

 

Τα κεφάλια θα έπεφταν επάνω στη δονούμενη χλόη,

εκεί όπου η γλώσσα σταματάει σε μια γλυκιά γεύση βιολιών,

εκεί όπου έρχεται ο κέδρος ο αρωματικός και τραγουδάει

σαν άλλη αιώνια κόμη.

 

Τα στήθη στο χώμα έχουν σχήμα άρπας,

μα πόσο βουβά τότε κρύβουν το φιλί τους,

εκείνο το νερένιο άρπισμα που κάνουν τα χείλη

όταν πλησιάζουν το ποτάμι ενόσω τραγουδούν οι λύρες.

 

Εκείνη η οικεία διεκπεραίωσή μας απέναντι,

των χεριών η συντομότατη κλίμακα στης ροής την ώρα:

τί βαρύτητα έχει, όταν τα μετακάρπια έχουν ήδη χωριστεί,

αφού άφησαν το αίμα τους σαν νότα χλιαρή να τρέξει, να χαθεί…

 

Τότε κυκλοφορούν ακόμα στους λαιμούς γλυκές μελωδίες,

υπάρχει μια κραυγή από βιόλες και αστέρια

και ένα φεγγάρι χωρίς άκρη, με το τόξο του σπασμένο,

στέλνει σιωπηλά τα φώτα του χωρίς ξυλεία.

 

Πόσο θλιβερό ένα κορμί διαλυμένο τη νύχτα, τί σιωπή,

πόσο μακρινό το μουγκρητό κάτι ανήκουστων φθόγγων,

τί φούγκα από λευκά σαν το κόκαλο φλάουτα,

όταν απομακρύνεται το στρογγυλό φεγγάρι χωρίς αφτιά ν’ ακούνε.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΟΙΗΜΑ ΕΡΩΤΙΚΟ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΠΟΙΗΜΑ ΕΡΩΤΙΚΟ

 

Σ’ αγαπώ του ανέμου όνειρο· όνειρο

απ’ τον Βορρά λησμονημένo, κυλάς μαζί με τα δάχτυλά μου, συμπλέεις

στου κόσμου τα γλυκά πρωινά με το κεφάλι κάτω, ανάποδα,

όταν είναι εύκολο να χαμογελάς γιατί είναι απαλή η βροχή.

 

Ταξίδι στην αγκαλιά του ποταμού είναι απόλαυση·

ω ψάρια εσείς, φίλοι μου, το μυστικό για πείτε μου των ανοιχτών ματιών,

των βλεμμάτων μου που τραβούν ίσια για τη θάλασσα

κρατώντας των μακρινών πλοίων τις καρίνες.

 

Σας αγαπώ, ταξιδιώτες του κόσμου, όσους κοιμόσαστε επάνω στο νερό,

άνδρες που πάτε στην Αμερική να βρείτε ρούχα,

όσους αφήνετε την οδυνηρή σας γύμνια στο γιαλό

και κατεβάζετε στων πλοίων τις κουβέρτες του φεγγαριού την αχτίδα.

 

Να περπατάς και νά ’σαι στο περίμενε είναι χαρά, είναι ομορφιά,

ο άργυρος και ο χρυσός δεν έχουν αλλάξει την ουσία τους,

σαλτάρουν στα κύματα, βουτάνε στην ξεφλουδισμένη πλάτη

και παίζουν μουσική ή κάνουν όνειρα για τις ξανθότερες κόμες.

 

Στον βυθό κάποιου ποταμού δραπετεύει ο πόθος μου

από τ’ αμέτρητα χωριά που κράταγα στ’ ακροδάχτυλά μου,

εκείνα τα σκοτάδια που ντυμένος στα μαύρα

τα έχω αφήσει πια πολύ πίσω σχεδιασμένα στην πλάτη μου.

 

Η ελπίδα είναι η γη, είναι το μάγουλο,

είναι ένα απέραντο βλέφαρο όπου και ξέρω ότι υπάρχω.

Θυμάσαι; Για τον κόσμο γεννήθηκα μια νύχτα οπού η ελπίδα

ήταν το άπαν και παραμένει το κλειδί των ονείρων.

 

Ψάρια, δέντρα, πέτρες, καρδιές, μετάλλια,

πάνω στα ομόκεντρα και, ναι σταματημένα κύματά σας,

κινούμαι εγώ και, αν γυρίσω, θα ψάξω να βρω τον εαυτό μου, ω κέντρο, ω κέντρο,

μονοπάτι, ταξιδιώτες του κόσμου, του ήδη υφιστάμενου μέλλοντος

πέρ’ απ’ τις θάλασσες και μέσα στους παλμούς μου που σφύζουν.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...

 























ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΠΟΛΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ ΠΟΛΗ

 

              Στη Μάλαγα, την πόλη μου

 

Ποτέ δεν σε χάνω από τα μάτια μου, πόλη των θαλασσινών μου ημερών.

Όπως κρέμεσαι από το επιβλητικό βουνό κι έχοντας μόλις ανακόψει

στην κατακόρυφη πτώση σου στα γαλάζια κύματα,

φαίνεται πως βασιλεύεις κάτω απ’ τον ουρανό, πάνω απ’ τα νερά

και στη μέση του αέρα, κι εγώ σαν χέρι τυχερό

θά ’θελα να σε κρατούσα, μια στιγμή δόξας, πριν για πάντα σε βυθίσω στων ερώτων τα κύματα.

 

Μα εσύ κρατιέσαι, αντέχεις, ποτέ δεν κατεβαίνεις, και η θάλασσα αναστενάζει

ή βρυχάται για σένα, πόλη των φαιδρών μου ημερών,

πόλη μητέρα, πόλη κατάλευκη όπου και έζησα και θυμάμαι,

πόλη αγγελική που πιο πάνω από τη θάλασσα στους αφρούς της δεσπόζεις.

 

Δρομάκια πανάλαφρα, δρομάκια μουσικά. Κήποι

όπου άνθη τροπικά υψώνουν τις χοντρές τους και νεανικές παλάμες –

παλάμες φωτός που φτερωμένες πάνω απ’ τα κεφάλια

τη λάμψη σείουν της αύρας, και αιωρούνται

για μια στιγμή χείλη ουράνια που συναπαντιούνται

με προορισμό τους τα πιο απομακρυσμένα, μαγικά νησιά,

όπου εκεί ελεύθερες πλέον μες στο γλαυκό πλέουν το χρώμα.

 

Έζησα κι εγώ εκεί, εκεί, πόλη αστεία, πόλη κρυμμένη –

εκεί όπου οι νέοι επάνω στις απαλές πέτρες γλιστράνε

και όπου οι τοίχοι οι αστραφτεροί πάντοτε φιλιούνται

με όποιους τυχόν συναντιούνται, σαν τσαγιέρες που βράζουν.

 

Εκεί χέρι μητρικό με οδήγησε.

Και ίσως από ανθισμένο φράχτη κάποια λυπημένη κιθάρα

να έπαιζε το ξαφνικό τραγούδι που ανακόπηκε στον χρόνο·

ήρεμη η νύχτα, πιο ήρεμος ο εραστής,

κάτω από την αιώνια σελήνη που εξ απροόπτου διαβαίνει.

 

Μια απλή πνοή αιωνιότητας θα μπορούσε να σε καταστρέψει,

ω πόλη αφάνταστη, ω στιγμή που σ’ ενός Θεού τον νου αναδύθηκες.

Για ένα όνειρο έζησαν και δεν έζησαν οι άνθρωποι

και στους αιώνες των αιώνων ακτινοβολούν σαν θεϊκή πνοή.

 

Κήποι, άνθη. Θάλασσα ενθαρρυντική σαν μπράτσο που λαχταράει

την πόλη που πετάει ανάμεσα στο βουνό και στην άβυσσο,

την κάτασπρη μες στον αέρα και με ποιότητα πουλιού που ζυγιάζεται

υπέροχα στο διάστημα. Ω πόλη, όχι στη γη, στο διάστημα!

 

Απ’ αυτό το μητρικό χέρι κουβαλήθηκα ελαφρύς-ελαφρύς

στους αβαρείς σου δρόμους. Γυμνοπόδαρος τη μέρα,

γυμνοπόδαρος τη νύχτα. Μεγάλο φεγγάρι. Ήλιος καθαρός.

Εκεί ο ουρανός ήσουν εσύ, η πόλη που τον κατοικούσε.

Πόλη εσύ που μέσα του πετούσες με τις φτερούγες διάπλατα ανοιγμένες.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΤΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ

 


JOAN MARAGALL

 

ΤΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ

 

Με κοσμήματα να σου σκεπάσω θέλω την κόμη,

το λαιμό και το στήθος σου, μπράτσα και χέρια,

για να θυμάσαι όλα τα χάδια, τις γλυκιές θωπείες

που χαίρεσαι τώρα και που σου έκανα πριν.

 

Σαν βροχή τα κοσμήματα στα μέλη σου όλα,

σαν βροχή όλα τα φιλιά μαζί του έρωτά μου,

και κάτω από το κάθε μου φιλί που ανάβει

ανάβει και μια νέα λάμψη, σαν καινούργιο αστέρι.

 

Ένα κόσμημα για κάθε φιλί που βγαίνει και φωτίζει,

μες στην ήρεμη νύχτα, του κορμιού σου την ευγένεια·

αλλά ύστερα από τη μεγάλη μέρα, ύστερα απ’ τη μέρα

είσαι η σύζυγος –χωρίς τα κοσμήματα του συζύγου.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

Les joies