Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ «ΑΠΑΝΤΑ» ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΜΑΤΣΑΔΟ

 





FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ «ΑΠΑΝΤΑ» ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΜΑΤΣΑΔΟ

 

Σε τούτο το βιβλίο θ’ άφηνα

και την ψυχή μου ολόκληρη.

Τούτο το βιβλίο έχει δει

μαζί μου τοπία και τοπία

και άγιες ώρες έχει ζήσει.

 

Τί μπελάς και τα βιβλία –

μας γεμίζουνε τα χέρια

τριαντάφυλλα κι αστέρια,

και μετά σιγά-σιγά περνάνε!

 

Και τί βαθιά που ’ναι η θλίψη

το σκηνικό να κάθεσαι να βλέπεις

των πόνων, των βασάνων

που κουβαλάει η καρδιά μας.

 

Φαντάσματα να βλέπεις να περνάνε,

φαντάσματα ζωών σβησμένων·

τον άνθρωπο γυμνό να βλέπεις

στον Πήγασο –χωρίς φτερά– καβάλα,

 

τον θάνατο να βλέπεις, τη ζωή,

τη σύνθεση του κόσμου όλη,

και μες στου σύμπαντος τα βάθη

τα πάντα να κοιτιούνται αγκαλιασμένα.

 

Κάθε βιβλίο με ποιήματα

κι ένα νεκρό φθινόπωρο είναι:

οι στίχοι του είναι φύλλα

–φύλλα μαύρα σε άσπρο χώμα–

 

και η φωνή όποιου τα διαβάζει

πνοή βαθιά του ανέμου είναι

στα στήθη του μέσα κρυμμένη

– τί μάκρη τρυφερά και υπέροχα!

 

Δέντρο είναι ο ποιητής

κι έχει καρπούς της θλίψης·

έχει και φύλλα μαραμένα

από τους θρήνους που λατρεύει.

 

Μέντιουμ είναι ο ποιητής

–ο διάμεσος της Φύσης–

και το λαμπρό της μεγαλείο

δια μέσου λόγων ερμηνεύει.

 

Ο ποιητής καταλαβαίνει

ό,τι ανεξιχνίαστο, ακατάληπτο είναι·

τις λέξεις που βαθιά μισούνται

αυτός τις λέει φιλενάδες.

 

Τα μονοπάτια… – αυτός το ξέρει

ότι αδιάβατα είναι όλα,

και ακριβώς γι’  αυτό τη νύχτα

τα περπατάει δίχως βιάση.

 

Στων ποιημάτων τα βιβλία

ανάμεσα στα ματωμένα ρόδα

διαβαίνουν χίλια καραβάνια –

τα θλιβά και αιώνια καραβάνια

 

που άφησαν τον ποιητή,

όποτε έκλαιγε τα βράδια

νά ’ναι περικυκλωμένος

απ’ όλα τα φαντάσματά του.

 

Η Ποίηση είναι πίκρα,

ουράνιο μέλι που εκπορεύεται

από κηρήθρα αόρατη

κι απ’ τις ψυχές φτιαγμένη.

 

Η Ποίηση είναι το ανέφικτο

που εφικτό έχει γίνει. Άρπα είναι

που αντί χορδές εκείνη έχει

καρδιές και φλόγες.

 

Η Ποίηση είναι η ζωή

που τη διαβαίνουμε με φόβο,

εκείνον περιμένοντας που θά ’ρθει

την απήδαλη τη βάρκα μας να πάρει.

 

Γλυκά βιβλία ποιημάτων

είναι τ’ άστρα που περνάνε

απ’ την ολόγυμνη σιωπή

στου Τίποτα τη βασιλεία,

γράφοντας ψηλά στα ουράνια

καλές στροφές μαλαματένιες.

 

Ω, πόσα βάσανα βαθιά

και που ποτέ δεν γιατρευτήκαν

είναι οι πονεμένες οι φωνές

που ακούραστα οι ποιητές

τις βάζουνε να τραγουδάνε!

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ


ΤΟ ΒΡΗΚΑ ΚΙ ΑΥΤΟ!

ΕΤΟΣ 1977.

ΕΥΡΕΘΗ ΤΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ!

ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...

 


















ΓΡΑΝΑΔΑ

 


FEDERICO GARCIA LORCA

 

ΓΡΑΝΑΔΑ

(Ταπεινή ελεγεία)

 

Την ελεγεία σου, Γρανάδα, τη λένε τ’ άστρα εκείνα

που από τον ουρανό τρυπούν τη μαύρη καρδιά σου.

Τη λέει του κάμπου σου ο χαμένος ορίζοντας,

την επαναλαμβάνει επίσημα ο κισσός που παραδίνεται

στη σιωπηλή θωπεία του αρχαίου πυργίσκου.

 

Η ελεγεία σου, Γρανάδα, είναι σιωπή σκουριασμένη,

μια σιωπή ήδη νεκρή· και να ονειρευτεί τώρα δεν γίνεται.

Όταν τσακίστηκε η γοητεία, οι φλέβες σου αιμορραγούσαν·

το αθάνατο άρωμα που κατεβάζανε τα ποτάμια

έγινε φυσαλίδες δακρύων εκβάλλοντας στην πάνηχη θάλασσα.

 

Ο ήχος του νερού είναι σαν παμπάλαιη σκόνη

που σκεπάζει τις επάλξεις σου, τα δάση σου, τους κήπους σου·

είναι νερό νεκρό που είναι των λαβωμένων πύργων σου αίμα·

είναι νερό που είναι όλη η ψυχή χίλιων λειωμένων ομιχλών

και μετατρέπει τα λιθάρια σε γιασεμιά και κρίνους.

 

Σήμερα, Γρανάδα, αν και ήδη νεκρή για πάντα,

ορθώνεις ως ανάχωμα χιονιού και σάβανο ήλιου

έναν γιγαντιαίο σκελετό από ένδοξη σουλτανίνα

που τον έφαγαν δάση γεμάτα δάφνες και ροδώνες

και που τον βλέπει ο ισπανός ποιητής και κλαίει.

 

Σήμερα, Γρανάδα, σηκώνεσαι φρουρούμενη από κυπαρίσσια

(πετρωμένες φλόγες του παλιού σου πάθους).

Ο χρυσός πορτοκαλεώνας έχει φύγει πια απ’ το στήθος σου,

όπως και ο εκστατικός φοίνικας του αφρικανικού θησαυρού –

το χιόνι μένει μόνο του νερού και το τραγούδι του.

 

Οι πύργοι σου είναι τώρα πια σκιές. Στάχτες οι γρανίτες σου –

σε καταστρέφει συνεχώς ο χρόνος. Ο πολιτισμός

χώνει το κεφάλι του στην ιερή σου μήτρα,

και εκείνη η μήτρα που κυοφορούσε αγριότητα, σήμερα,

μολονότι νεκρή, στη βεβήλωση σθεναρή προβάλλει αντίσταση.

 

Εσύ κάποτε είχες δικούς σου τους χείμαρρους των ρόδων,

είχες ορδές πολεμιστών με σημαίες που κυματίζανε στον άνεμο,

μαρμάρινους μιναρέδες με μεταξωτά τουρμπάνια,

κυψέλες μουσικές ανάμεσα στις λεωφόρους, μα είχες

και νερόλακκους σαν σφίγγες του νερού στο στερέωμα.

 

Εσύ κάποτε είχες ανάβρες αρωμάτων, όπου ξεδίψαγαν

τα βασιλικά καραβάνια, ζώα μαζί και άνθρωποι·

σου δίναν κεχριμπάρι και γι’ αντάλλαγμα τους έδινες ασήμι –

σ’ εκείνες τις άλικες ακτές εκείνες τις πηγές σου

τις είδανε ορθάνοιχτα, κατάπληκτα της Ανατολής τα μάτια.

 

Εσύ, της πανσελήνου και των αναπολήσεων πόλη,

που εστέγαζες γιγαντιαία πάθη ερωτικά, σήμερα,

όντας πια νεκρή, αναπαύεσαι σε κόκκινους λόφους

κι ανάμεσα στους γερασμένους κισσούς των ερειπίων σου

έχεις του γλυκού αηδονιού τον κελαϊδισμό τον πένθιμο.

 

Τί έμεινε άραγε απ’ τα τείχη σου παντοτινό, Γρανάδα;

Το δυνατό άρωμα της μαγεμένης σου φυλής έμεινε

και σου έχει αφήσει ρέματα και αυλάκια ομίχλης.

Ή μήπως είναι η θλίψη σου θλίψη ιθαγενής

και από τότε που εγεννήθηκες είσαι πάντα σκεπτική, μπλεγμένη

μες στους πύργους σου σε όλων των καιρών το διάβα;

 

Σήμερα, πόλη μελαγχολική του κυπαρισσιού και του νερού,

στους γερασμένους σου κισσούς μού κόβεται η φωνή μου.

Να βουλιάξεις τους πύργους σου!

Την παλιά σου να βουλιάξεις την Αλάμπρα!:

μαραμένη και σπασμένη πια επάνω στο βουνό παραπονιέται,

και θέλει να της πέσουν τα φύλλα της σαν μαρμάρινο άνθος.

 

Επελαύνουν οι χώροι σου με τη συμπαγή και στιβαρή σκιά τους.

Την αρρενωπή φυλή που σε σχημάτισε μονίμως την ξεχνάνε!

Και σήμερα, που οι άνθρωποι βεβηλώνουν την ταφική σου γοητεία,

εγώ θέλω νά ’ρθει το τραγούδι μου να κοιμηθεί στα ερείπιά σου

σαν το πουλί που κυνηγός απ’ τ’ άστρα φερμένος το έχει λαβώσει.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΙ ΕΧΕΙ ΤΟ ΝΕΡΟ

 


FEDERICO GARCIA LORCA

 

ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΙ ΕΧΕΙ ΤΟ ΝΕΡΟ

 

Του ποταμού τί έχει το νερό

αυτό το τόσο τρυφερό βραδάκι;

Κοιτάει τον καθαρό ουρανό

και σαν ν’ αναστενάζει μοιάζει;

 

Ουρανέ μικρέ, μικρέ και τρελουλιάρη,

της ζωής του καθενός γερο-καθρέφτη,

ποιά ρομάντσα θα μας τραγουδήσεις

των κρίνων νά ’ναι τώρα αιχμάλωτη;

Νερό, μην είσαι τάχα ερωτευμένο

και φαντάζεσαι πως είσαι κιόλας

στον ουρανό εσύ τ’ άσπρα τα σύννεφα,

κι εσύ το πράσινο χορτάρι στα χωράφια;

Φαντάζεσαι τα καθαρά σου κύματα

(αυτόν τον λυρικό κι αιώνιο θρύλο)

των σωθικών σου ότι είναι ο θρήνος,

ενώ είναι μόνο γέλια βαθιά και τρανταχτά;

Νερό στεκάμενο: κοιμητήριο

σκωληκοφαγωμένων λυγαριών

που σου δίνει επιτάφιους και επιτάφιους

με θυμιάματα από φύκια ολοζώντανα.

Μαύρα μονοπάτια με βατράχια,

πράσινα της λέμφου σου φλάουτα.

 

Τώρα στον ουρανό επάνω

για πες, ψυχή βαθιά και κοιμισμένη,

τί έχεις στη λιμνούλα μέσα

που κρύβεσαι ήσυχη-ήσυχη

και όλο μας δείχνεις την αλέα νά ’ναι

παντού με ομίχλες σαν φαντάσματα;

Τί έχεις μες στα ρεύματά σου,

διάφανο θαύμα εσύ, κρυστάλλινο,

που όλο γεμίζεις μπουρμπουλήθρες

και βγάζεις στόματα ν’ αναστενάζεις;

 

Ίσως περνάς και ονειρεύεσαι

κάτι που δεν ξεχνάει ο άνθρωπος.

Ίσως όμως είσαι ακόμα εδώ,

ενώ περνάς και φεύγεις· εδώ είσαι,

και μένεις απλώς για να μας χαιρετάς,

καθώς περνάς πολύ αργά και σέρνεσαι

με κάτι ευδιάκριτες ξεχωριστές σταγόνες.

 

Τριλίζουνε οι στεναγμοί σου

στο γαλήνιο μέσα δείλι

και κάνουνε σαν άλλα αηδόνια

ανάμεσα εκεί στις λεύκες

και στον κίτρινο τον γέρο-ήλιο,

επάνω στο βουνό όταν γέρνει!

Τον ερχομό πόσο πολύ βαθιά τον νιώθεις

της φίλης σου της νύχτας!

Πώς περιμένεις νά ’βγει το φεγγάρι,

να ’ρθει και με τα μάγια του

παντού να σε χαϊδέψει!

Νερό της λίμνης άγιο,

με πόση θλίψη πας, βαδίζεις;!

Θε νά ’λεγε κανείς πως είσαι μάρτυρας

κάποιας τρανής μελαγχολίας,

νερό κρύο τούτου εδώ του ποταμού

που σκίζεις το λιβάδι δίχως καθόλου βιάση.

 

Τη δύναμη ο ουρανός αν σου έδινε,

αν σού έδινε όσο κουράγιο πρέπει,

το ξέρω εσύ στεκάμενη δεν θα μπορούσες

λίμνη να γενείς μέσα στις άλλες λίμνες,

γλυκό νερό, γλυκό νεράκι εσύ των ίσκιων.

Αχ, πόσο θα ’θελα κι εγώ

το δρόμο σου μια μέρα

να τόνε πάρω και να τρέξω, να κυλήσω,

κι ας μ’ έβγαζε… όπου ήθελε η τύχη ας μ’ έβγαζε.

 

   27 Ιουλίου. Δίπλα σε νερά.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...













 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

Θνητό φεγγαρολίβαδο

και αίμα στο χώμα από κάτω.

Λιβάδι μ’ αίματα παλιά.

 

Φως του χτες και του αύριο.

Θνητέ ουρανέ γεμάτε χόρτα.

Φως και νύχτα με άμμο, με άμμο.

 

Με τον θάνατο ανταμώθηκα.

Θνητό χωματολίβαδο,

μ’ έναν θάνατο μικρό σαν κόρη.

 

Το σκυλί στη στέγη επάνω.

Και μόνο το αριστερό μου χέρι

διέσχισε όρη και βουνά ατέλειωτα

γεμάτα με ξερά λουλούδια.

 

Μητρόπολη όλο τέφρα, τέφρα.

Φως και νύχτα με άμμο, με άμμο.

Μ’ έναν θάνατο μικρό σαν κόρη.

 

Ο θάνατος γυναίκα κι εγώ άντρας,

Εγώ άντρας μόνος, και εκείνη

ένας θάνατος μικρός.

 

Θνητό φεγγαρολίβαδο .

Το χιόνι βογκάει και τρέμει

από πίσω από την πόρτα.

 

Ένας άντρας – ε, και τί έγινε;

Τα ίδια και τα ίδια πάντα.

Ένας άντρας μόνος, και εκείνη.

Λιβάδι και έρωτας και  φως και άμμος.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

 

Για να ψάξω και νά ’βρω τα παιδικά μου χρόνια, Θέ μου!

έφαγα σάπια πορτοκάλια, παλιόχαρτα, αδειανούς περιστερώνες,

και βρήκα το κορμάκι μου να τό ’χουν φάει αρουραίοι

στον πάτο της στέρνας όπου και ήτανε μαζί με των τρελών τις κόμες.

Τη ναυτική στολή μου

μπορεί να μην την είχε ποτίσει φαλαινόλαδο,

πλην όμως διέθετε των φωτογραφιών την τρωτή αιωνιότητα ακέραιη.

Πνιγμένος, ναι, για τα καλά πνιγμένος. Κοιμήσου, γιόκα μου, κοιμήσου.

Παιδί νικημένο στο σχολείο και στο βαλς του πληγωμένου ρόδου,

παιδί έκπληκτο με τη σκοτεινή χαραυγή των τριχών στους μηρούς του,

παιδί ετοιμοθάνατο με τον μελλοντικό αντρικό εαυτό του

να μασάει ταμπάκο πλαγιασμένο στ’ αριστερό πλευρό του.

Ακούω ένα ξερό ποτάμι γεμάτο κονσερβοκούτια

εκεί που τραγουδούν οι οχετοί και πετάνε τα πουκάμισά τους γεμάτα αίμα·

ένα ποτάμι σάπιες γάτες παριστάνουν τις κορόνες και τις ανεμώνες

για να ξεγελούν το φεγγάρι και να γέρνει απαλά-απαλά επάνω τους.

Μόνος εδώ με τον πνιγμένο μου.

Μόνος εδώ με την αύρα των ψυχρών βρύων και με τσίγκινα καπάκια.

Εδώ βλέπω απλώς ότι μου έχουν ήδη κλείσει την πόρτα.

Μου την έχουν κλείσει την πόρτα και υπάρχει μια ομάδα νεκρών

που παίζει σκοποβολή, και μια άλλη ομάδα νεκρών

που ψάχνει στην κουζίνα να βρει πεπονόφλουδες,

και είναι κι  ένας μοναχικός, γαλάζιος και ανεξήγητος νεκρός

που με ψάχνει στις σκάλες και που βάζει μετά τα χέρια του στη στέρνα,

ενώ τ’ αστέρια γεμίζουν τις κλειδαριές των καθεδρικών ναών με στάχτη –

έτσι ο κόσμος μένει ξαφνικά να έχει φορτωθεί όλα τα ρούχα του κόσμου.

Για να ψάξω και νά ’βρω τα παιδικά μου χρόνια, Θέ μου!

έφαγα στυμμένες λεμονόκουπες, στάβλους, εφημερίδες μαραμένες.

Τα παιδικά μου χρόνια όμως ήσαν ένας αρουραίος

που την εκοπάνησε μέσα από έναν κατασκότεινο κήπο,

ήταν δε αρουραίος βαθιά ικανοποιημένος, καθότι βρεγμένος με το πιο απλό νερό,

αλλά κι επειδή κρατούσε ένα χρυσό δαχτυλίδι

ανάμεσα στα μικροσκοπικά του δόντια.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...

 













ΣΤΟΝ ΜΑΝΟΥΕΛ ΔΕ ΦΑΓΙΑ

 




FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΣΤΟΝ ΜΑΝΟΥΕΛ ΔΕ ΦΑΓΙΑ

 

Εγκάρδια λύρα, χρώμα αστραφτερό ασημί,

με προφορά σκληρή από νεύρα που ’χεις λύσει,

φωνές και φύλλα ισπανικά. Ισπανία καυτή

τα χέρια σου με αγάπη έχουν ζωγραφίσει.

 

Μες στο ίδιο μας το αίμα βρίσκεται η πηγή

του λόγου που όλα τα όνειρά σου έχει ποτίσει.

Γαλήνιο μέτωπο η άλγεβρά σου η λαγαρή.

Αυστηρό πάθος ενυπνίων έχεις ζήσει.

 

Οκτώ είναι οι επαρχίες που έχει η Ανδαλουσία.

Στον αέρα ελιές, κουπιά στη θάλασσα: το ξέρουμε

πως τραγουδάνε τη δική σου ευθυμία.

 

Και δάφνες και λουλούδια, Μανουέλ, θα φέρουμε

οι φίλοι σου στο σπιτικό σου, τη φιλία

απλή και καθαρή ξανά να σου προσφέρουμε.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.