FEDERICO
GARCÍA LORCA
ΓΙΑ
ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ «ΑΠΑΝΤΑ» ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΜΑΤΣΑΔΟ
Σε
τούτο το βιβλίο θ’ άφηνα
και
την ψυχή μου ολόκληρη.
Τούτο
το βιβλίο έχει δει
μαζί
μου τοπία και τοπία
και
άγιες ώρες έχει ζήσει.
Τί
μπελάς και τα βιβλία –
μας
γεμίζουνε τα χέρια
τριαντάφυλλα
κι αστέρια,
και
μετά σιγά-σιγά περνάνε!
Και
τί βαθιά που ’ναι η θλίψη
το
σκηνικό να κάθεσαι να βλέπεις
των
πόνων, των βασάνων
που
κουβαλάει η καρδιά μας.
Φαντάσματα
να βλέπεις να περνάνε,
φαντάσματα
ζωών σβησμένων·
τον
άνθρωπο γυμνό να βλέπεις
στον
Πήγασο –χωρίς φτερά– καβάλα,
τον
θάνατο να βλέπεις, τη ζωή,
τη
σύνθεση του κόσμου όλη,
και
μες στου σύμπαντος τα βάθη
τα
πάντα να κοιτιούνται αγκαλιασμένα.
Κάθε
βιβλίο με ποιήματα
κι
ένα νεκρό φθινόπωρο είναι:
οι
στίχοι του είναι φύλλα
–φύλλα
μαύρα σε άσπρο χώμα–
και
η φωνή όποιου τα διαβάζει
πνοή
βαθιά του ανέμου είναι
στα
στήθη του μέσα κρυμμένη
–
τί μάκρη τρυφερά και υπέροχα!
Δέντρο
είναι ο ποιητής
κι
έχει καρπούς της θλίψης·
έχει
και φύλλα μαραμένα
από
τους θρήνους που λατρεύει.
Μέντιουμ
είναι ο ποιητής
–ο
διάμεσος της Φύσης–
και
το λαμπρό της μεγαλείο
δια
μέσου λόγων ερμηνεύει.
Ο
ποιητής καταλαβαίνει
ό,τι
ανεξιχνίαστο, ακατάληπτο είναι·
τις
λέξεις που βαθιά μισούνται
αυτός
τις λέει φιλενάδες.
Τα
μονοπάτια… – αυτός το ξέρει
ότι
αδιάβατα είναι όλα,
και
ακριβώς γι’ αυτό τη νύχτα
τα
περπατάει δίχως βιάση.
Στων
ποιημάτων τα βιβλία
ανάμεσα
στα ματωμένα ρόδα
διαβαίνουν
χίλια καραβάνια –
τα
θλιβά και αιώνια καραβάνια
που
άφησαν τον ποιητή,
όποτε
έκλαιγε τα βράδια
νά
’ναι περικυκλωμένος
απ’
όλα τα φαντάσματά του.
Η
Ποίηση είναι πίκρα,
ουράνιο
μέλι που εκπορεύεται
από
κηρήθρα αόρατη
κι
απ’ τις ψυχές φτιαγμένη.
Η
Ποίηση είναι το ανέφικτο
που
εφικτό έχει γίνει. Άρπα είναι
που
αντί χορδές εκείνη έχει
καρδιές
και φλόγες.
Η
Ποίηση είναι η ζωή
που
τη διαβαίνουμε με φόβο,
εκείνον
περιμένοντας που θά ’ρθει
την
απήδαλη τη βάρκα μας να πάρει.
Γλυκά
βιβλία ποιημάτων
είναι
τ’ άστρα που περνάνε
απ’
την ολόγυμνη σιωπή
στου
Τίποτα τη βασιλεία,
γράφοντας
ψηλά στα ουράνια
καλές
στροφές μαλαματένιες.
Ω,
πόσα βάσανα βαθιά
και
που ποτέ δεν γιατρευτήκαν
είναι
οι πονεμένες οι φωνές
που
ακούραστα οι ποιητές
τις
βάζουνε να τραγουδάνε!
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.