Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΡΩΤΑΕΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΓΕΜΕΝΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΟΥΕΝΚΑΣ



FEDERICO GARCÍA LORCA


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΡΩΤΑΕΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΥ
ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΓΕΜΕΝΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΟΥΕΝΚΑΣ

Η πόλη σ’ άρεσε, για πες, που με σταλαγματιές
τη σμίλεψαν νερά στη μέση εκείνου του πευκώνα;
Μην είδες όνειρα και πρόσωπα και οδούς από ’να
οδύνης τείχος που ο αέρας δέρνει με καμουτσικιές;

Του ερειπωμένου φεγγαριού τις γαλανές ρωγμές
τις είδες να τις βρέχει ο Χούκαρ σαν λαλούσα αηδόνα;
Την πέτρα την αλλούτερη ως ερωτική κορώνα
τη φίλησαν τα δάχτυλά σου εκεί στις μουσμουλιές;

Εμένα με θυμήθηκες, σαν βγήκες στα σκοτάδια
εκείνης της σιωπής που τυραννάει τα ερπετά μου,
και τά ’χουν σκιές και γρύλλοι μπαγλαρώσει σε κελιά άδεια;

Στον διάφανο αέρα, πες, δεν είδες, άραγε, ερωτά μου,
τη ντάλια που όλο ανθίζει στους νταλκάδες και στα χάδια
και που την έστειλε σ’ εσένα μοναχά η καρδιά μου;



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου