Κυριακή 10 Απριλίου 2022

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟΣ ΡΥΘΜΟΣ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟΣ ΡΥΘΜΟΣ

 

             Στον Μανουέλ Άνχελες

 

Πίκρα χρυσαφωμένη στο τοπίο.

Αφτί έχει στήσει η καρδιά και ακούει.

 

Μες στη νοτισμένη θλίψη

είπε ο άνεμος:

«Είμαι ολόκληρος λειωμένα αστέρια,

του απείρου αίμα είμαι.

Με την αφή μου τα χρώματα

των κοιμισμένων φόντων φανερώνω.

Από βλέμματα μυστικά λαβωμένος πηγαίνω,

τους στεναγμούς κουβαλάω

μέσα σε αόρατους του αίματος θρόμβους,

στον γαλήνιο θρίαμβο τούς φέρνω

του αιώνιου έρωτα που ’χει πλημμυρίσει Νύχτα.

Με ξέρουν τα παιδιά, και πήζω στη θλίψη.

Με παραμύθια για βασίλισσες και κάστρα

είμαι μια κούπα φως. Είμαι θυμιατό

ασμάτων ανιδιοτελών

που έπεσαν τυλιγμένα σε γαλάζιες

διαφάνειες ρυθμού.

Στην ψυχή μου με άκρα επισημότητα χάθηκαν

του Χριστού η σάρκα και το πνεύμα,

και τώρα πια του δειλινού κάνω τη λύπη

μελαγχολική και κρύα.

Το δε δάσος αναρίθμητο.

 

Τις καραβέλες οδηγώ των ονείρων

στο άγνωστο.

Κι έχω την πίκρα τη μοναχική

να μην ξέρω ούτε ποιό το τέλος μου ούτε τη μοίρα μου».

 

Τα λόγια του ανέμου ήσαν τρυφερά,

μέσα από βυθούς βγαίνανε κρίνων.

Η καρδιά μου αποκοιμήθηκε

στης αμφιλύκης τη λύπη.

 

Στο σκούρο χώμα επάνω της στέπας

το παραλήρημά τους είπαν τότε τα σκουλήκια:

 

«Υποφέρουμε λύπες και λύπες

στην άκρη του δρόμου.

Ξέρουμε τόσα για τ’ άνθη των δασών,

για το μονόχορδο τραγούδι των γρύλων,

για την άχορδη λύρα που κρούουμε,

για το κρυφό μονοπάτι που παίρνουμε.

Το ιδανικό το δικό μας δεν φτάνει στ’ αστέρια,

είναι γαλήνιο, είναι απλό·

πόσο θα θέλαμε να βγάζουμε σαν τις μέλισσες μέλι

ή νά ’χουμε γλυκιά φωνή, δυνατή κραυγή,

εύκολο δρόμο πάνω απ’ τα χόρτα,

ή και στήθη, ναν τα βυζαίνουν τα παιδιά μας.

 

Μακάριοι όσοι γεννιούνται πεταλούδες

ή έχουν φεγγαρίσιο φως στη φορεσιά τους.

Μακάριοι όσοι κόβουν το ρόδο

και μαζεύουν το στάρι!

Μακάριοι όσοι αμφισβητούν τον θάνατο,

επειδή έχουν Παράδεισο,

και ο αέρας που φυσάει όπου θέλει, μακάριος κι αυτός,

σίγουρος για το άπειρο όντας!

Μακάριοι οι ένδοξοι και οι ισχυροί,

που γι’ αυτούς δεν χρειάστηκε ποτέ ευσπλαχνία,

αυτοί που ευλόγησε χαμογελώντας θριαμβευτικά

ο αδελφός Φραγκίσκος.

Ανείπωτα βάσανα τραβάμε

τραβώντας το δρόμο μας.

Θα θέλαμε να μάθουμε αυτό που μας λένε

του ποταμού οι λεύκες».

 

Και μες στου σούρουπου την άλαλη θλίψη

να τους αποκριθεί έσπευσε του δρόμου η σκόνη:

«Μακάριοι είστε εσείς, ω σκώληκες, ακριβώς

επειδή έχετε το γνώθι σαυτόν,

γνωρίζετε σχήματα και πάθη,

και τζάκια αναμμένα.

Εγώ στον ήλιο διαλύομαι,

έτσι καθώς του προσκυνητή παίρνω τα βήματα,

και όποτε πω να μείνω στο φως του,

στο κοιμισμένο χώμα θα πέσω αμέσως».

 

Θρηνολογούσαν τα σκουλήκια, και τότε τα δέντρα,

κουνώντας με λογισμό τις κεφαλές τους,

είπανε: «Το γαλάζιο είναι άπιαστο.

Από παιδιά πιστεύαμε πως θαν το φτάναμε,

και σαν τους αετούς θα θέλαμε να ήμασταν

τώρα που μας έχει κατακάψει ο κεραυνός.

Των αετών είναι το γαλάζιο – ολόκληρο».

Και ο αετός άκουσε κι είπε τότε από μακριά:

«Όχι, δεν είναι δικό μου!

Γιατί το γαλάζιο το κατέχουν τ’ αστέρια

με τις τόσες πεντακάθαρες λάμψεις τους».

Τ’ αστέρια έπειτα αποκρίθηκαν: «Μπορεί να το κατέχουμε,

ναι, αλλά και σ’ εμάς άγνωστο είναι εν τέλει».

Κατόπιν μίλησε η μαύρη μακρότητα: «Το γαλάζιο

το έχει η ελπίδα στο τέμενός της μέσα».

Η ελπίδα λέει χαμηλόφωνα μετά

μέσα από το σκοτεινό της βασίλειο:

«Εμένα εσείς με επινοείτε, καρδιές μου».

Και η καρδιά:

«Ω, Θεέ μου!»

 

Το φθινόπωρο έχει πλέον αφήσει δίχως φύλλα

τις λεύκες στο ποτάμι.

 

Το νερό έχει κοιμίσει σε παλιωμένο ασήμι

τη σκόνη του δρόμου.

Τα σκουλήκια χώνονται νυσταγμένα

στις κρύες τους τρύπες.

Ο αετός χάνεται στα όρη, στα βουνά·

ο άνεμος λέει: «Ρυθμός εγώ είμαι αιώνιος».

Ακούγονται τα νανουρίσματα στις φτωχικές τις κούνιες

και μέσ’ απ’ τη στάνη του κοπαδιού το κλάμα.

 

Η νοτισμένη θλίψη του τοπίου

σαν άλλος κρίνος μάς διδάσκει

τις βαθιές χαρακιές που αφήσανε

τα στοχαστικά των αιώνων μάτια.

 

Κι ενώ αναπαύονται τ’ αστέρια

στο γαλάζιο επάνω που κοιμάται,

θωρεί εμένα η καρδιά μου

το μακρινό ιδανικό της

και ρωτάει:

«Θεέ μου!

Αλλά, Θεέ μου, ποιός, τί,

ποιός είναι ο Θεός μου;

Γιατί πέφτει σε λήθαργο η ελπίδα μας

και νιώθουμε τό λυρικό μας φιάσκο,

και τα μάτια μας κλείνουν

μολονότι καταλαβαίνουνε

το γαλάζιο ολόκληρο;»

 

Πάνω στο γέρικο τοπίο και στον αναθρώσκοντα καπνό

την κραυγή μου θέλω να στείλω

οικτείροντας τον εαυτό μου σαν το σκουλήκι

που κλαίει τη μοίρα του,

και γυρεύοντας ό,τι είναι του ανθρώπου: Αγάπη απέραντη

και γαλάζιο, σαν του ποταμού τις λεύκες.

Γαλάζιο απ’ τις καρδιές κι από τη δύναμη,

το δικό μου, το ολόδικό μου γαλάζιο,

να μου δώσει στο χέρι το μεγάλο κλειδί

που του απείρου ανοίγει την πύλη.

Χωρίς φόβο, χωρίς τρόμο ενώπιον του θανάτου

με έρωτα θωρακισμένος και με λυρισμό, να είμαι –

και ας με πληγώνει ο κεραυνός όπως πληγώνει το δέντρο,

και ας με αφήνει δίχως φύλλα και δίχως φωνή.

 

Τώρα έχω στο μέτωπό μου ρόδα λευκά

και το κρασί απ’ το ποτήρι μου έχει ξεχειλίσει.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου