Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΤΗΣ ΛΥΣΣΑΡΑΣ ΔΑΓΚΑΝΙΑΡΑΣ



WOLF BIERMANN


Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ
ΤΗΣ ΛΥΣΣΑΡΑΣ ΔΑΓΚΑΝΙΑΡΑΣ

Με φίλαγε απ’ τα χείλη μέσα ώς να ματώνω
Με δάγκωνε, και όχι στο στόμα μόνο.

Κι εκεί που εγώ ούρλιαζα, αυτή απλώς γελούσε
Κι έτσι σκυλάκι έγινα
        Που διοικούσε.

Της έψηνα μπιφτέκια με αλάτι και πιπέρι –
Το δαγκανιάρικό της δόντι ξέρει·

Γελούσε και το πέταγε απ’ το παραθύρι έξω
Και φίλαγε και δάγκωνε, και πώς
        Εγώ ν’  αντέξω.

Και στο ντορό της είχα μπει και γίνει
Ο φιλοκλέφτης που ’χει μείνει

Με πόδια και με χέρια τσακισμένα
Και αδύνατος σα στέκα
        Από την παλιογυναίκα.

Απ’ το φτωχό μου τώρα το κορμί δεν είχε
Ούτε πετσί ούτε λίπος μείνει – κάτι.

Μα σαν της είπα πια: μωρό μου μπάι-μπάι
Ετούτη εδάγκωνε
        Και το κρεβάτι.

Καιρό έχουν πια εμέ οι πληγές μου γιάνει
Και στην καρδιά την τρυφερή Μαρί έχω βάνει.

Μα σαν κρατάω τη Μαρί στην αγκαλιά μου,
Ο νους μου πια για να χαρεί
Ο ΝΟΥΣ ΜΟΥ ΠΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΧΑΡΕΙ
Ο ΝΟΥΣ ΜΟΥ ΠΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΧΑΡΕΙ

        Ξεχνάει τη Μαρί.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου