Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Η ΣΕΛΗΝΗ



JORGE LUIS BORGES


Η ΣΕΛΗΝΗ

Σε χρόνους περασμένους κάποιοι λένε (και το λέω
κι εγώ), όταν τόσα πράγματα γινόντουσαν, που ήσαν
αληθινά ή φανταστικά (ή και αυτά που αμφισβητήσαν
πολλοί), ένας μ’ έργο καταπιάστηκε γιγαντιαίο:

εβάλθη να κρυπτογραφήσει μυστικά το σύμπαν
σ’ ένα βιβλίο· και με ζήλο εδόθη στον σκοπό του,
για ν’ ανεγείρει το βαρύμοχθο χειρόγραφό του
ψηλό, ώσπου κάποτε και οι έσχατες αράδες ήμπαν.

Την τύχη τότε ετοιμαζότανε να ευχαριστήσει,
αλλά, σηκώνοντας τα μάτια του, έναν γυαλισμένο
δίσκο είδε στον αγέρα, και με νου αποσβολωμένο
κατάλαβε πως είχε τη σελήνη λησμονήσει.

Τούτ’ η ιστορία, αν και επινοημένη, είναι η δική μας:
απεικονίζει πεντακάθαρα με ποιά κατάρα
η μοίρα μας μάς δένει εμάς που ανήκουμε στη φάρα
αυτών που μες στις λέξεις παν να βάλουν τη ζωή μας.

Τα ουσιώδη πάντα χάνονται. Και νόμος έχει γίνει
η απώλεια για όποια λέξη θέλει εντός της να χωρέσει
το Θείον. Κι ούτε αυτό το ποίημα μου θα μ’ εξαιρέσει
εμένα για τα παρεδώσε μου με τη σελήνη.

Δεν ξέρω αλήθεια πού για πρώτη μου φορά την είδα –
μην ήταν σε ουρανό αρχαιότερο από των Ελλήνων
βγαλμένη;… ή μην (στη μεσαυλή των εσπερών εκείνων
με τη συκιά) μιαν έριξε μες στο πηγάδι αχτίδα;

Ο μύθος λέει ότι έχει τούτ’ η ζωή, η άστατη, τη χάρη
να γίνεται και αυτή πολύ ωραία. Εγώ κι Εκείνη
μαζί βρεθήκαμε κάποια βραδιά και τη σελήνη
κοιτούσαμε: ναι, σε θαυμάζαμε καλό φεγγάρι.

Μα περισσότερο κι απ’ τα νυχτερινά, εγώ εμπεδω-
μένα έχω τα φεγγάρια που διαβάζουμε τους στίχους:
το γητεμένο Dragon moon μες σε μπαλάντας ήχους
τρομώδεις και τα αιμόφυρτα φεγγάρια του Κεβέδο.

Υπάρχουν κι άλλα ματωμένα –στου άλικου τη ρύμη–
φεγγάρια τρομερά, καθώς τα περιγράφει ο Ιωάννης
στη βίβλο των θαυμάτων με σταξιές πυρής μελάνης.
Μα υπάρχουν και λαμπρότερα φεγγάρια: από ασήμι.

Ο Πυθαγόρας έγραφε –η παράδοση μας δίνει
το γεγονός– με το αίμα του σ’ έναν καθρέφτη φράσεις,
και οι άνθρωποι έπειτα διαβάζαν τις αντανακλάσεις
των λόγων του στον άλλον τον καθρέφτη: στη σελήνη.

Σε σιδερένιο δάσος μέσα λένε τού ’χει ορίσει η
αλλόκοτή του μοίρα να ζει ο μέγας λύκος καί να
ζητά να φάει το φεγγάρι με τα πεινασμένα
του δόντια, όταν την τελευταία αυγή θα κοκκινίσει

η θάλασσα όλη. (Αυτά οι προφήτες του Βορρά, τα μύχια,
καλά τα ξέρουν, όπως και το χρονικό σημείο
που μες στα πέλαγα του κόσμου θ’ ανοιχτεί το πλοίο
εκείνο που το φτιάξανε με των νεκρών τα νύχια.)

Ή στη Γενεύη ή στη Ζυρίχη, μέρη όπου έχω μείνει,
η τύχη τό ’φερε έτσι, ποιητής κι εγώ να γίνω,
και υποχρεώθηκα, όπως όλοι, μυστικά να δίνω
από τον λυρισμό μου ένα μέρος στη σελήνη.

Με των συγκυριών και της μελέτης μου τη χάρη
και σχήματα και ρίμες σκάρωσα, μα με κανόνες
και με τον μόνιμό μου φόβο μήπως ο Λουγόνες
έχει ήδη χρησιμοποιήσει άμμους ή κεχριμπάρι,

ή μάρμαρο απ’ τα ξένα, ή και καπνό, ή και χιόνι κρύο –
πλην έτσι βγήκανε στο φως φεγγάρια που φωτίζαν
τους στίχους που ’γραφα και που βεβαίως δεν αξίζαν
καν την τιμή να φύγουνε για το τυπογραφείο.

Σκεφτόμουν ότι ο ποιητής είναι ο άνθρωπος στο πόστο
που αναλογεί στον κόκκινο Αδάμ του Παραδείσου:
στο καθετί το αληθινό και το ακριβές, μα εξ ίσου
και αγέννητο όνομα να χορηγεί. Μου τό ’πε ο Αριόστο,

μου τό ’χει διδαγμένο: μέσα στο αβέβαιο μάγμα
του φεγγαριού πως ζούνε τα όνειρα… ό,τι δεν χωράει
στον νου… ο χαμένος χρόνος.. και ό,τι είναι εφικτό, που πάει
ζευγάρι με το ανέφικτο, και που είναι το ίδιο πράγμα.

Από την τρίμορφη Άρτεμη ο Απολλόδωρος πώς νά ’βρω
με δίδαξε τις μαγικές σκϊές και τί τις πιάνει·
στο χέρι μού ’δωσε ο Βικτόρ Ουγκώ χρυσό δρεπάνι,
και κάποιος Ιρλανδός φεγγάρι τραγικό και μαύρο.

Κι ενώ μες στα ορυχεία αναζητούσα την ουσία
για τα φεγγάρια που αποκρύπτει η μυθολογία,
ιδού, να εδώ, σαν έστριψα στου δρόμου τη γωνία,
την είδα να φωτίζει εξ ουρανού και επιουσία.

Γνωρίζω πως από τις λέξεις όλες που ’χω πάρει
υπάρχει μία ως λόγου, μνήμης και διανοίας σχήμα.
Το μυστικό είναι, κατ’ εμέ, ένα: αυτή τη λέξη τίμα
με χρήση ταπεινή, σεμνή. Και λέγεται φεγγάρι.

Δεν έχω την αποκοτιά να ρθώ με τα δικά μου
τα λόγια και με εικόνες μάταιες να τη λερώσω,
Ανεξιχνίαστη, αν και καθημερινή, και ωστόσο
απόμακρη, τη βλέπω τόσο πέρα απ’ τα γραπτά μου.

Το ξέρω ότι η σελήνη ή η λέξη απλώς σελήνη εμένα
το γράμμα μού θυμίζει: κάτι που το επινοούμε
για νά ’μαστε σε θέση το περίπλοκο να πούμε
εκείνο πράγμα που είμαστε: πολλά συνάμα και ένα.

Είν’ ένα από τα σύμβολα που ο άνθρωπος θ’ αδράξει,
βοηθούσης και της τύχης, και της ειμαρμένης, μήπως
μπορέσει, αγωνιώντας ή εν εκστάσει, νά ’βγει ο τύπος
που τ’ όνομά του το αληθές με τάξη θα χαράξει.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου