Πέμπτη 2 Μαΐου 2019

Σ’ ΕΝΑ ΑΝΘΟΣ ΒΥΘΙΣΜΕΝΟ



ALÍ CHUMACERO


Σ’ ΕΝΑ ΑΝΘΟΣ ΒΥΘΙΣΜΕΝΟ

Πέφτει το ρόδο, πέφτει
περνώντας μέσα απ’ το νερό,
αργά-αργά μέσα απ’ της σκιάς το κρύσταλλο,
όπου πάει και βουλιάζει ο μίσχος του·
και κατεβαίνει ασύλληπτο, ακατανόητο,
διαυγές, αβαρές και πάναγνο
και το σκεπάζουν τα κύματα, το γδύνουν
ξαναφέρνοντάς το στο άρωμά του·
το κάνουν πλεούμενο μες στους χυμούς
που γεννάει το χώμα
και αυτό όλο ανεβαίνει τρεμάμενο,
ξεπερνάει του ρυθμού του την τρυφερότητα
σαν νά ’ναι κάποιο πράσινο φυλακισμένο χρώμα,
και στο τέλος ξαναγίνεται άνθος
σαν τον σκλάβο που τη νύχτα ονειρεύεται
και βλέπει φως να συντρίβει
του ύπνου τις ρίζες,
σαν το ελάφι το γδυμνό επί τας πηγάς των υδάτων,
σαν την πηγή που ποτίζει με τον αχνό της το ρεύμα
και κάνει στα νερά μέσα το ειδύλλιο κομμάτια.

Πέφτει κι άλλο, πέφτει
πιο πέρα απ’ τον χυμό του,
πέφτει πάνω στου τάφου την πλάκα,
στο βλέμμα ενός καναρινιού λαβωμένου
που αποτολμά το τελευταίο του φτερούγισμα
για να περάσει άλαλο στις σκιές ανάμεσα.
Πέφτει το χέρι μου πάνω
πλαγιάζοντας ολοένα πιο πολύ τον παλμό του,
παραδίδει όλη του τη γλυκύτητα σε σάβανο,
και σαν ανάμνηση ωχρή
ή άγγελος με τα φτερά ψαλιδισμένα
χάνει μια πνοή απ’ τ’ άρωμά του
κάτω από τα χνάρια του: πόδι που δεν πατάει
και γύψος που σβήνει μέσα στη σιωπή.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου