Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Ο ΦΡΟΥΡΟΣ



JORGE LUIS BORGES


Ο ΦΡΟΥΡΟΣ

Μπαίνει το φως – κι εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου· είναι εκεί.
Ξεκινάει λέγοντάς μου τ’ όνομά του, που είναι (ως γνωστόν πια)
  και όνομα δικό μου.
Επιστρέφω στη δουλεία που εκράτησε πιο πάνω από επτά δεκαετίες.
Μου επιβάλλει τη μνήμη του.
Μου επιβάλλει τις καθημερινές του στενοχώριες, την εν γένει
  ανθρώπινη κατάσταση.
Είμαι ο γέρος νοσοκόμος του· με υποχρεώνει να του πλένω τα
  πόδια.
Με παραμονεύει στους καθρέφτες, στο μαόνι, στων καταστημάτων
  τις βιτρίνες.
Η τάδε ή η δείνα γυναίκα τον έχει απορρίψει, και πρέπει πάντα εγώ
  να συμμερίζομαι τον πόνο του.
Και μου υπαγορεύει τώρα το ποίημα τούτο, που εμένα καθόλου δεν
  μου αρέσει.
Με εισάγει στη νεφελώδη μαθητεία του ξεροκέφαλου Αγγλοσάξονα.
Με έχει μετατρέψει σε παγανιστικό θιασώτη των νεκρών
  στρατιωτικών, με τους οποίους ίσως και να μη μπορούσα
  ν’ ανταλλάξω ούτε λέξη.
Στο τελευταίο σκαλοπάτι τον νιώθω νά ’ναι στο πλευρό μου.
Βρίσκεται στα βήματά μου, στη φωνή μου.
Μα για να πω την αλήθεια, τον μισώ.
Και με ικανοποίηση σημειώνω ότι σχεδόν δεν βλέπει καθόλου.
Είμαι μέσα σ’ ένα κυκλικό κελί, όπου συνεχώς στενεύει ο ατελείωτος
  τοίχος του.
Κι αν κανείς απ’ τους δυό μας δεν εξαπατά τον άλλον, ψέματα
   και οι δυό μας λέμε.
Γνωριζόμαστε πάρα πολύ καλά εμείς, αχώριστε αδελφέ μου.
Πίνεις νερό απ’ το ποτήρι μου και μου τρως το ψωμί μου.
Της αυτοκτονίας η πόρτα είναι ανοιχτή, αλλά οι θεολόγοι
  βεβαιώνουν ότι
θα βρίσκομαι και στον έσχατο ζόφο του άλλου βασιλείου,
όπου και θα περιμένω να κατεβεί ο εαυτός μου.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου