Τρίτη 19 Απριλίου 2011
ΤΟ ΟΝ ΤΟΥ ΤΟ ΜΗ ΟΝ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΜΟΥ
Στον Θεόδωρο Α.Πέππα
Ο Πειραιάς τί νά ’ν’ αλήθεια;
Το πέρασμα είναι από τα τείχη
που ξύλινα είσαν και με πέτρες
φορτώσαν τα φτερά τους, όταν
τα κάλεσε η θαλάσσια τύχη
αλλού να πάνε να υψωθούνε.
Το Πέραμα είναι· η Δραπετσώνα·
το καναρίνι· η μαύρη μαούνα.
Η προσφυγιά, που κόκκινη είναι,
μού σκάβει πάντα τρύπες μνήμης:
σαν της Ηλεκτρικής τη μάχη,
της Κοκκινιάς το μπλόκο. Πάντως,
αν ρθούνε από πίσω εδώθε
Νικηταράς, Καραϊσκάκης,
σωστά το ΕΑΜ θα σμίξει σ’ ένα
–στον Πειραιά– με το Εικοσιένα.
Και σένα, Αλίκη, ω ρόδων ρόδο,
δεμένη σ’ έχει αρόδο η μοίρα·
κι από του Μοίρα την ταβέρνα
τα Πέντε Αδέρφια και άλλοι ωραίοι
μιάν άλικη μα κι άσπρη ιδέα
πραγμάτωσαν για νά ’ν’ καμάρι
του Πειραιά, της οικουμένης
παιδί δαφνοστεφανωμένο.
Το σπίτι στην Καστέλλα, κάστρο
ερώτων πιο παλιά, και τώρα
το ρημαδιό που ρίμες θάβει,
σονάτες και τραγούδια ξένα
(του ρυθμ εντ μπλουζ βολίδες) κι ένας
καθρέφτης με σκαστές φολίδες
ο Πειραιάς μπορεί και νά ’ναι
ακόμη, που έζησα για λίγο.
Του Βώκου ο λόφος· τα Ταμπούρια·
ο Βουτυράς αλάνι· ο Λάμπρος
Πορφύρας στο Πασαλιμάνι: ένας
των πόθων αρπιστής, των πόνων
πελάτης· Μπάτης, Μάρκος, Στράτος
και Ανέστος: η Τ ε τ ρ ά ς! Αυτά είναι
ο Πειραιάς με την αρμύρα:
σονέττα και καραντουζένι.
Δευτέρας Μεραρχίας· τέρμα
Ηλεκτρικού· Διός Σωτήρος·
αλίπεδα και ταρσανάδες.
Στο νυφοπάζαρο κοπέλλες
σαν αμφορείς καργαρισμένοι
υδρόμελι που φανερώνει
θεσπέσιων ασπασμών ελεύσεις
φανατικές και δαιδαλώδεις.
Στον λέοντα Μουράτη δώρο
λουλούδια αγόρασε ο Παντέλος
πουλώντας δυό σκαρπίνια που ’χε
κοψοχρονιά σ’ έναν τσαγκάρη.
Ξυπόλυτος σαν τον Παντέλο
Μαθέ, τον τροτσκιστή και γαύρο,
ο Πειραιάς παντού αλητεύει
στην επικράτεια του μυαλού μου.
Μου ’λέγαν ο κουτσο-Θανάσης
ανελλιπώς του αγίου Ιωάννου
τον Βάζο γιόρταζε με φίλους
στη χαμοκέλλα του με τέλια·
σαν το μικρό –μού ’παν – κατσίκι
χοροπηδούσε στό ’να πόδι,
σαν είδε στο τσαρδί του φάτσα
του Μπούκοβι την ομαδάρα.
Φουγάρα· ναυτικά φυλλάδια·
ο καπιταλισμός καπνίζει
στη Μαγχεστρία του Λεβάντε·
χαφιέδες, χασαπάκια, σκύλοι,
ψοφίμια και αραμπιέν ταξίμια,
το πράσινο λεωφορείο,
η Τρούμπα και, ναι, Ζει ο Γρηγόρης,
στο Πόρτο Λεόνε Ζει ο Λαμπράκης!
Αυτά και πράγματα πολλά άλλα
προσωπικά είναι ο Πειραιάς μου:
μια σπείρα ανελισσόμενη όσων
πειραστικών εσκέφθη ο Πλάτων
που γούσταρε να κατεβαίνει
τον λιμανίσιο ν’ ανασαίνει
αγέρα: το όν του το μη όν είναι
για μέ η δική μου πολιτεία.
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ,
ΤΑΝΓΚΟ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου