Το δάχτυλο θα δει ξανά το δαχτυλύδι του Γύγη και το στόμα δίκην γεγονότος υπερσυντελικού θ’ ανοίξει και ως πιλότος σπονδές στον σκύλο θα τελέσει. Τότε εν είδει
αριστεράς στροφής θ’ αναφανούν ανάρια φανάρια θυέλλης διάτρητα από ανάσες σκότους ν’ αποσκεπάσουν στη σιωπή το μυστικό τους και να ζυγίσουν κόρακες με απτά καντάρια.
Αποσκωρακισμένα ειδώλια και πλαγγόνες παντρύφηλες τριφύλλι θα βοσκάν στον κάμπο των λαμπηδόνων, κι όταν θα με σπρώξεις νά ’μπω, θ’ αγωνιστώ δαγκώνοντας Ταρσούς και Αγκώνες.
Φαρσί θα πεις κι εσύ κεσέδες και φαράσια να με κεράσεις βυσσινάδα από κεράσια.
Έχετε δει αυτούς τους χτίστες από ένστιχτο κι αυτούς τους άλλους από επάγγελμα και τους τρίτους από εκδίκηση στο θάνατο κι αυτούς από συνείδηση κι απόφαση;
ΚΙ αυτοί κι εκείνο πότε πότε σταματάνε, σκουπίζουνε τ’ ασβεστωμένα χέρια τους στα παντελόνια τους, σκουπίζουν τον ιδρώτα τους και κλαίνε. Τα μάτια τους δεν τα σκουπίζουν.
Ωστόσο, κι έτσι, η λάσπη δένει καλύτερα. Κι αυτό τραβάει πιο πέρα απ’ το σκοπό τους. Γι’ αυτό το βράδυ, όλοι οι χτίστες ονειρεύονται εκείνο το άγνωστο, το αόριστο «πιο πέρα» και κάθε πρωί χτίζουν καλύτερα το «εδώ».
Από τη συλλογή ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ, ΣΕΙΡΑ ΠΡΩΤΗ (1957-1963). Από το βιβλίο: Γιάνης Ρίτσος, «Ποιήματα», τόμος Θ΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 205.
If I could save time in a bottle The first thing that Id like to do Is to save every day Till eternity passes away Just to spend them with you
If I could make days last forever If words could make wishes come true Id save every day like a treasure and then, Again, I would spend them with you
But there never seems to be enough time To do the things you want to do Once you find them Ive looked around enough to know That youre the one I want to go Through time with
If I had a box just for wishes And dreams that had never come true The box would be empty Except for the memory Of how they were answered by you
But there never seems to be enough time To do the things you want to do Once you find them Ive looked around enough to know That youre the one I want to go Through time with
Η έκφρασή μου, αντιλαμβάνομαι, κλίνει προς το μπαρόκ. Εκφράσεις βαρύγδουπες, χυμώδεις οι λέξεις. Στη μηχανή ορυμαγδός.
Πάντα επέμενες πως «το τραβάω» πολύ. Και πάλι έχεις δίκιο. Όντως. Προϊόντος του χρόνου αποκαλύπτομαι σε νέα υπερβολή. Οι τάσεις οι ίδιες πάντα σε νέα –ας πούμε ποιητική– περιβολή.
Από το βιβλίο: Αγγέλα Κυριακοπούλου, «Μίτος μετέωρος κολυμβητής», Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1991, σελ. 46.
Εδώ δεν έχει σύνορα δεν έχει καλοσύνη μπροστά πηγαίνει ο αρχηγός και πίσω του οι σκύλοι Τραπέζι πεντακάθαρο λεφτά, χαρτιά και τσόχα κρατάς τη μύτη σου μακριά να μη σε πάρει η μπόχα
Α καπού κουλουκουπού κουλουκουπού κουλουκουπά... Τούμπου τούμπου ζα, τούμπου μάγοι θα μας ψήσουν οι ανθρωποφάγοι τούμπου τούμπου ζα, τούμπου ζίτσου στο καζάνι κι η μαμά του Κίτσου Τούμπου τούμπου και τα μπου φάγαν τη γριά, ντου ντου ντούμπου ντούμπου ντούμπου και μπα μπου πέσαν όλα τα ταμπού
Εγύριζα όλη τη γη με ένα αεροπλάνο μοντέλο απ' την κατοχή που 'χε φωνή σοπράνο Σ' ένα σταθμό μου είπανε όλη την ιστορία στη ζούγκλα πως χαθήκατε σας φάγαν τα θηρία
Α καπού κουλουκουπού κουλουκουπού κουλουκουπά... Τούμπου τούμπου ζα, τούμπου μάγοι θα μας ψήσουν οι ανθρωποφάγοι τούμπου τούμπου ζα, τούμπου ζίτσου στο καζάνι κι η μαμά του Κίτσου Τούμπου τούμπου και τα μπου φάγαν τη γριά, ντου ντου ντούμπου ντούμπου ντούμπου και μπα μπου πέσαν όλα τα ταμπού
Εκείνο που δεν μάθατε κι οι μαύροι εγελάγαν είναι γιατί ψοφήσανε τα ζώα που σας φάγαν Δηλητηριαστήκανε από τα δυο κορμιά σας το λέει το ραδιόφωνο κρίμα στην ανθρωπιά σας
Α καπού κουλουκουπού κουλουκουπού κουλουκουπά... Τούμπου τούμπου ζα, τούμπου μάγοι θα μας ψήσουν οι ανθρωποφάγοι τούμπου τούμπου ζα, τούμπου ζίτσου στο καζάνι κι η μαμά του Κίτσου Τούμπου τούμπου και τα μπου φάγαν τη γριά, ντου ντου ντούμπου ντούμπου ντούμπου και μπα μπου πέσαν όλα τα ταμπού
Στο δέντρο αναπαυτήκανε τα δυο καημένα ζώα ενθάδε κείται έγραψαν ο λέων με τον βόα Γι' αυτό ν' ακούς τις συμβουλές του γέρου προς του τράγου που φάγαμε εψές αργά στη στάνη του Πανάγου
Α καπού κουλουκουπού κουλουκουπού κουλουκουπά... Τούμπου τούμπου ζα, τούμπου μάγοι θα μας ψήσουν οι ανθρωποφάγοι τούμπου τούμπου ζα, τούμπου ζίτσου στο καζάνι κι η μαμά του Κίτσου Τούμπου τούμπου και τα μπου φάγαν τη γριά, ντου ντου ντούμπου ντούμπου ντούμπου και μπα μπου πέσαν όλα τα ταμπού
Μη με αφήνεις μοναχή μου μη με αφήνεις μόνη τη φτωχή μη με αφήνεις μοναχή μου μη με αφήνεις, σε παρακαλώ
Α καπού κουλουκουπού κουλουκουπού κουλουκουπά... Τούμπου τούμπου ζα, τούμπου μάγοι θα μας ψήσουν οι ανθρωποφάγοι τούμπου τούμπου ζα, τούμπου ζίτσου στο καζάνι κι η μαμά του Κίτσου Τούμπου τούμπου και τα μπου φάγαν τη γριά, ντου ντου ντούμπου ντούμπου ντούμπου και μπα μπου πέσαν όλα τα ταμπού
Now as at all times I can see in the mind's eye, In their stiff, painted clothes, the pale unsatisfied ones Appear and disappear in the blue depths of the sky With all their ancient faces like rain-beaten stones, And all their helms of silver hovering side by side, And all their eyes still fixed, hoping to find once more, Being by Calvary's turbulence unsatisfied, The uncontrollable mystery on the bestial floor.
******************
ΟΙ ΜΑΓΟΙ
Τώρα όπως κάθε φορά μπορώ να δω μέσα στο νου εκείνους τους χλομούς με τη σκληρή χρωματιστή περιβολή νά ’ρχονται και να φεύγουν στο γαλάζιο τ’ ουρανού μ’ όλα τ’ αρχαία τους πρόσωπα σαν πέτρες στη βροχή, μ’ όλες τις ασημένιες περικεφαλαίες κοντά κοντά, μ’ όλα τα μάτια απλανή, ελπίζοντας να ξαναβρούν εδώ, οι ανικανοποίητοι απ' την ταραχή τού Γολγοθά, το αχαλίνωτο μυστήριο στης φάτνης το σανό.
Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Almudena Fernandez.
Χορεύει στους τάφους, με χάρη με τη δόλια μνήμη της. ΞΕΡΟΥΜΕ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΡΑΤΗΘΟΥΜΕ ΣΕ ΤΙΠΟΤΑ. Καλεί τους πεθαμένους, τους ξεχασμένους αυτούς με τα μαχαίρια και τις αξιώσεις τους. Η αγάπη έσβησε, ο θυμός πάγωσε,οι σπαταλημένοι καιροί. Ποια είναι η σκέψη που εμείς οι θνητοί βάζουμε ενάντια στο ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΤΑΙΩΣ; Τολμά να την σκεφτεί υπόγεια εκεί όπου όλα ζουν. Πώς είναι δυνατόν τα πράγματα στην κατάσταση που είναι να χορεύουν;
Μετάφραση: Νίκος Παναγόπουλος. Παρμένο από το φιλικό ιστολόγιο «Ποιείν».
Ενθάδε κείται ο ποιητής Ζερβός γρήγορος, που του άρεσε να φαίνεται αργός στιχων γυμνών, θνητών και πελταστών αρχός αετός στο ξέφωτο, στο λίγο φως ασβός αυλιάς στο πέλαγος, στα ξέβαθα σαργός, δήλος στα άδηλα, στα δήλα μυστικός στους πρώτους έσχατος, στους έσχατους εμπρός τώρα άνεμος είναι στα κατάρτια της Αργώς.
Από το βιβλίο: Τάσος Ζερβός, «Τα ποιήματα», φιλολογική επιμέλεια Άγγελος Παρθένης, Το Ροδακιό, Αθήνα 2004, σελ. 264.
Un senso che non muove ad’un imagine, un colore disgiunto da un’idea ANDREA ZANZOTTO
Πανσέδες, σέλινα, πανσέληνα κηπάρια, νερά που κλαίνε στις πηγές τους άσπρα δάκρυα από αγάπης νάματα, κι ανάμματα στην άκρια μιας δάδας που αποπτύει μύρτο και αροκάρια.
Απ’ τους αυλούς σ’ εγχάρακτες λεκάνες ίδρων χρωστήρες ανεβάζουν σπίρτο αλατισμένο κι οι μνήμες ένρινες καπνοβολούν καμμένο καρρώ στις κνήμες με τους οβολούς των μύδρων
που εξαπολύει η φαντασία εν καταστάσει υγρομελείας. Συμπράξει θυμελαίας σπείρας πετριά άστοχη του Δευκαλίωνος ή της Πύρρας τους άρρωστους ρωστήρες του έρωτα θα σπάσει.
Μες στην ακινησία σβαρνίζονται ωχρά χρώματα· τα βλέμματα, ω, πώς σφάλλουν άνεργα και αόμματα!
Vamos amarraditos los dos espumas y terciopelo, yo con un recrujir de almidón y tú serio y altanero.
La gente nos mira con envidia por la calle, murmuran los vecinos, los amigos y el alcalde.
Dicen que no se estila ya mas ni mi peinetón ni mi pasador, dicen que no se estila o no ni mi medallón ni tu cinturón.
Yo se que se estilan tus ojazos y mi orgullo, cuando voy de tu brazo por el sol y sin apuro.
Nos espera nuestro cochero frente a la iglesia mayor, y a trotecito lento recorremos el paseo, tu saludas tocando el ala de tu sombrero mejor, y yo agito con donaire mi pañuelo.
No se estila, ya se que no se estila, que te pongas para cenar jazmines en el ojal.
Desde luego parece un juego pero no hay nada mejor que ser un señor de aquellos que vieron mis abuelos.
Nos espera nuestro cochero frente a la iglesia mayor, y a trotecito lento recorremos el paseo, tu saludas tocando el ala de tu sombrero mejor, y yo agito con donaire mi pañuelo.
No se estila, ya se que no se estila, que te pongas para cenar jazmines en el ojal.
Desde luego parece un juego pero no hay nada mejor que ser un señor de aquellos que vieron mis abuelos.
Το σώμα χαλαρώνει στην μπανιέρα ενταφιασμένο αφρόλουτρα, νερά. Εξέχει το κεφάλι και θαυμάζει ακίνδυνα τα κύματα. Μπουνάτσα. Πρόβα νεκρού σε σίγουρο παρόν και για παρόν πρόβα μη μέλλοντος. Πλαδαρότης μηδέν. Χάδια του σφουγγαριού στο σώμα λεν ευχαριστώ που υπάρχει. Ξεπροβάλλει. Να ένα γόνατο δειλό. Βγήκε να δε. Κρύβεται πάλι. Όμως ποιό δάχτυλο τα βρήκε με την αλυσίδα κι όλο το χθες σε θόρυβο ρουφιέται; Το σώμα πανικόβλητο προς τον πυθμένα υποχωρεί παλεύει να ντυθεί τ' απόνερά του Πέφτει σε ξέρα τελικά. Μετά, τί να κρατήσουνε τα ρούχα. Σώμα θα ξεβραστεί σε μέρα πάλι.
Duas lágrimas de orvalho Caíram nas minhas mãos Quando eu te afaguei o rosto Pobre de mim, pouco valho Pra te acudir na desgraça, Pra te valer no desgosto
Por que choras, não me dizes Não é presciso dizê-lo Não dizes, eu advinho Os amantes infelizes Deveriam ter coragem Para mudar de caminho
Por amor damos alma, Damos corpo, damos tudo Até cansarmos na jornada Mas quando a vida se acaba O que era amor, é saudade E a vida já não é nada
Se estás a tempo, recua Amordaça o coração Mata o passado e sorri Mas se não estás, continua Disse isto minha mãe Ao ver-me chorar por ti
Die Liebenden haben heut keine Balkone, kein Stern webt Träume in die Gardinen, kein Bett ist ihr Eigen. Sie liegen umschlungen, erwartend den Tod auf glänzenden Schienen.
Sie liegen und frösteln. Die Lider geschlossen. Um seinen Ηals ihre magere Rechte. (Einst schien uns der Mond auf das duftende Kissen...) Leb wohl, fremde Mutter, Erde du schlechte!
Sie lauschen den Hymnen der Frösche und Grillen, enorm ertönend im Sternenregen dem Einen – Unsichtbaren und Blinden. Sie liegen umschlungen und schweigen verlegen.
Wir hören das Nahen des rollenden Todes. Sie liegen da, geschlossen die Lider, und fühlen als Letztes die Leere des Hungers, durchflutet vom Dufte träumender Flieder.
Το ποίημα μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου, που επιθυμεί να κρταήσει την ανωνυμία της.
Barrio plateado por la luna, rumores de milonga es toda su fortuna. Hay un fueye que rezonga en la cortada mistonga, mientras que una pebeta, linda como una flor, espera coqueta bajo la quieta luz de un farol.
Barrio... barrio.. que tenés el alma inquieta de un gorrión sentimental. Penas...ruego... ¡esto todo el barrio malevo melodía de arrabal! Barrio... barrio... perdoná si al evocarte se me pianta un lagrimón, que al rodar en tu empedrao es un beso prolongao que te da mi corazón.
Cuna de tauras y cantores, de broncas y entreveros, de todos mis amores. En tus muros con mi acero yo grabé nombres que quiero. Rosa, "la milonguita", era rubia Margot, en la primer cita, la paica Rita me dio su amor.
Μουσική: Carlos Gardel. Στίχοι: Alfredo Le Pera / Mario Battistella. Τραγούδι του 1932.
Πού νά 'σαι αλήθεια το βράδυ αυτό που είμαι μόνος, μα τόσο μόνος και που μαζί μου παίζουν κρυφτό πότε η θλίψη και πότε ο πόνος
Πού νά 'σαι αλήθεια το βράδυ αυτό που με χτυπάει τ' άγριο τ' αγέρι νά 'ρθεις και μ' ένα φιλί καυτό να με γεμίσεις με καλοκαίρι
Ας ερχόσουν για λίγο μοναχά για ένα βράδυ να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι και στα δυο σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά
Πού νά 'σαι νά 'ρθεις το βράδυ αυτό σ' αυτούς τους δρόμους που σ' αγαπούνε το ντουετάκι τους το γνωστό τα βήματά μας να ξαναπούνε
Πού νά 'σαι να 'ρθεις το βράδυ αυτό που 'γινε φύλλο ξερό η ελπίδα νά'ρθεις κοντά μου να φυλαχτώ από του πόνου την καταιγίδα
Ας ερχόσουν για λίγο μοναχά για ένα βράδυ να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι και στα δυο σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά
Αμπαρβανέν, Φαρίας, ίσως Πινέδο, φυλάνε ακόμα, από της Ισπανίας τους ανόσιους διωγμούς μακριά τώρα, το κλειδί κάποιου σπιτιού στο Τολέδο.
Ελεύθεροι πιά από φόβους κι ελπίδες, κοιτάζουν το κλειδί καθώς βραδυάζει· ο μπρούντζος κρύβει παρελθόν και αποστάσεις, λάμψη απαλή και απόμακρη πικρία.
Τώρα που η πόρτα του έχει πιά γίνει στάχτη, το μέταλλό του γίνεται κλείδα της διασποράς και του ανέμου, όμοιο με κείνο το άλλο
το κλειδί του αδύτου που πέταξε κάποιος μες στο γαλάζιο, όιταν ο ρωμαίος όρμησε με βία και κάποιο χέρι τ’ άρπαξε στον ουρανό.
Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης. Από το βιβλίο: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ποιήματα», μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια Δημήτρης Καλοκύρης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σελ. 90.
Mi Buenos Aires querido, cuando yo te vuelva a ver no habrá más pena ni olvido.
El farolito de la calle en que nací fue el centinela de mis promesas de amor, bajo su inquieta lucecita yo la vi a mi pebeta luminosa como un sol. Hoy que la suerte quiere que te vuelva a ver, ciudad porteña de mi único querer, y oigo la queja de un bandoneón dentro del pecho pide rienda el corazón.
Mi Buenos Aires, tierra florida, donde mi vida terminaré, bajo tu amparo no hay desengaños, vuelan los años, se olvida el dolor. En caravana, los recuerdos pasan, como una estela dulce de emoción. Quiero que sepas que al evocarte se van las penas del corazón.
La ventanita de mis calles de arrabal donde sonríe una muchacha en flor; quiero de nuevo hoy volver a contemplar aquellos ojos que acarician al mirar. En la cortada más maleva una canción dice su ruego de coraje y pasión; una promesa y un suspirar borró una lágrima de pena aquel cantar.
Mi Buenos Aires querido, cuando yo te vuelva a ver no habrá más pena ni olvido.
Música: Carlos Gardel. Letra: Alfredo Le Pera. Τραγούδι του 1934.
Το τάνγκο αυτό μάς το έστειλε ο φίλος του ιστολογίου κ. Λουσιάνο Γκαγέτι.
Bonjour mon coeur, bonjour ma douce vie. Bonjour mon oeil, bonjour ma chère amie, Hé ! bonjour ma toute belle, Ma mignardise, bonjour, Mes délices, mon amour, Mon doux printemps, ma douce fleur nouvelle, Mon doux plaisir, ma douce colombelle, Mon passereau, ma gente tourterelle, Bonjour, ma douce rebelle.
Hé ! faudra-t-il que quelqu'un me reproche Que j'aie vers toi le coeur plus dur que roche De t'avoir laissée, maîtresse, Pour aller suivre le Roi, Mendiant je ne sais quoi Que le vulgaire appelle une largesse ? Plutôt périsse honneur, court, et richesse, Que pour les biens jamais je te relaisse, Ma douce et belle déesse.
ΣΕΡΠΑΝΤΙΝΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΙΝΦΑΝΤΑ, ΚΑΤΑ ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΧΑΛΑΣ
χαρισμένο τον Θεόδωρο Πέππα
Την κάπαρη της παρρησίας τί πας και μου τη διαολίζεις στο παρισινό ωτομοτρίς που πήγες και καπάρωσες αμανάτι βάνοντας τρεις μύγες και δυό πήχες που είχες
Με άτια γουρλωμένα και φώτα διεστώτα του μπουλβάρ σαν και πρώτα τον ενεστώτα απαγγέλλεις αμφιρρέπουσα με ταξί αβαρών λεπιδοπτέρων και ασφαίρων μεταξωτών
Αμολύσου δρομαίως σουλτανίνα στα φίδια που φρόνιμα των ετερωνύμων παρασέρνουν το φρόνημα σε έλξεις αμίλητες πεσκέσι πέμποντας τον νεύτωνα που κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει
Μες στην αυλή μας έχει μια μικρή δαμασκηνιά. Χοντρή-λιανή δεν είναι· μήτε γρια είναι μήτε νια. Τριγύρω της βαλμένον έχουμε ένα φράχτη. Κανείς δεν την πειράζει – δεν τη βάζεις άχτι.
Μεγάλο πώς να γίνει, αλήθεια, το μικρό δεντρί, σαν λείπουν ο καλός ο κεντρωτής και το κεντρί; Και για να μη σκορπιέται εν τέλει ασκόπως λόγος, δεν έχει και ήλιο για να τη φωτάει αναλόγως.
Πως είν’ δαμασκηνιά δεν θα σ’ το πουν καν τα παιδια, αφού δαμάσκηνα δεν βλέπουν πάνω στα κλαδιά. Πλην ε ί ν α ι, και βρωμάει δαμασκηνίλα· απόδειξη αψευδής τα πράσινά της φύλλα.
Εσύ που στοχάζεσαι κι αμύνεσαι· εσύ που λείπεις κάνοντας τάχα πως μένεις κοντά μας εδώ, κάτω απ’ τη σκάλα· εσύ με τους φίλους σου τους παλιούς φανοστάτες, τα γεφύρια – το ξέρεις εσύ· τον όμορφο λοστρόμο τον δέσαν στο κατάρτι· ένα μπουκάλι σόδα απόμεινε στο τσίγκινο τραπέζι. Ακούς, λοιπόν, τις φυσαλίδες; Τί οξυμένη μνήμη· τί οξυμένη ακοή. Και να νιώθεις ευχάριστα το γλύστρημα του ψαριού μες στο λαρύγγι του γλάρου.
Αθήνα, 11.Χ.72
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Γραφή τυφλού», Κέδρος, Αθήνα 1979, σελ. 34. Το ποίημα μάς το έστειλε η φίλη του ιστολογίου κ. Charisma Carpenter.
Ma patrie est comme une barque Qu’abandonnèrent ses haleurs Et je ressemble à ce monarque Plus malheureux que le malheur Qui restait roi de ses douleurs
Vivre n’est plus qu’un stratagème Le vent sait mal sécher les pleurs Il faut haïr tout ce que j’aime Ce que je n’ai plus donnez-leur Je reste roi de mes douleurs
Fuyez les bois et les fontaines Taisez-vous oiseaux querelleurs Vos chants sont mis en quarantaine C’est le règne de l’oiseleur Je reste roi de mes douleurs
Il est un temps pour la souffrance Quand Jeanne vint à Vaucouleurs Ah coupez en morceaux la France Le jour avait cette pâleur Je reste roi de mes douleurs
Το ποίημα μάς το έστειλε η φίλη του ιστολογίου κ. Denise Milani.
T’ accumpagno vico vico sulo a tte ca si’ ‘n amico e te porto pe’ ‘e quartiere addò ‘o sole nun se vede ma se vede tutto ‘o riesto e s’ arapeno ‘e ffenèste e capisce comm’ è bella ‘a città ‘e Pulecenella. Comm’ è bella comm’ è bella ‘a città ‘e Pulecenella
Me dispiace sulamente ca l’ orgoglio ‘e chesta gènte se murtifica ogni juórno pe’ ‘na manica ‘e fetiénte che nun tèneno cuscienza e nun tèneno rispetto comme fanno a piglià suónno quann’ è ‘a sera dint’ ‘o liétto s Dint’ ‘o liétto dint’ ‘o liétto quann’ è ‘a sera dint’ ‘o liétto
Po’ te porto a Margellina sèmpe ca nun tiéne fretta verzo ‘e ccìnche d’ ’a matina quanno ‘o traffico ‘o ppermette cà è permesso tuttecose no pecché tiéne ‘o diritto ma pecché s’ è sèmpe fatto o è sultanto pe’ dispiétto Pe’ dispiétto pe’ dispiétto è sultanto pe’ dispiétto
Me dispiace sulamente ca l’ orgoglio ‘e chesta gènte se murtifica ogni juórno e nuje ce mettimmo scuórno ma nisciuno po’ ffà niénte ce zucammo ‘a caramella comm’ è ddoce e comm’ è bella ‘a città ‘e Pulecenella! Comm’ è ddoce e comm’ è bella ‘a città ‘e Pulecenella
Τα κορίτσια διαβήκανε ηδυόνειρα του Μπωντλαίρ, του Φιλύρα και του Ντε Αντρέ. Τις σιλουέττες τους τις ξεσηκώνει ρα- διουργώντας η λύρα en passant στο αντρέ
του παράδεισου. Μες στον χορό πετούν τις εσάρπες τις μεταξωτές· γυμνά τα κορμιά τους λαχανιάζουν, σαν να πατούν τα ποδάρια τους επάνω στα γκρεμνά
φασματώδους ορχήστρας, που ξαφνικά παιανίζει φρενήρεις παλμούς δασιών παρελάσεων. Ένα ζώο που γρικά, ενώ αιωρείται εις τους ιστούς σημασιών,
είναι ο άνθρωπος – λένε. Είπα να μπώ στον κανόνα κι εγώ, κι ευθύς με πατάν βαριοί οι στίχοι οι μεθύσκοντες του Ρεμπώ: Les lointains vers les gouffres cataractant!
Και περάσαν, ναι, πέρασαν όλες τους – στων περάτων τα πέρατα είναι σκιές. Τα σολ μόνο και τα λα απ’ τις σόλες τους μού ’χουν μείνει σε ονείρων γλυκών φασκιές.
Η MIRIAM SCARCELLO ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΠΡΩΤΟΕΙΠΕ Η ROSA BALISTRERI
'A VIRRINEDDA
Accatari vurria na virrinedda di notti la to porta spirtusari vidiri gioia mia quantu si bedda quannu ti spogli prima di curcari.
E temu ca nun fussi accusì bedda ca l’occhi nun m’avissiru annurbari lassa la porta misa a spaccazzedda ca ju stanotti ti vengu a truvari.
E na varcuzza banner banner sta dia d’amuri ni vinni a purtari ridianu tutti li cilesti sferi trimavanu li specchi di lu mari.
Binidiru lu Diu chi ti manteni c’accusì bedda ti vosi furmari spampinanu li ciuri unn’é ca veni l’ariu tribulatu fai sirinari.
Avia li trizzi din a Mantalena ntesta si miritava na curuna nni la to casa nun ci sta lumera lu lustru lu fait u, stidda Diana.
Catina ca mi teni ncatinatu catina chi ncatini l’arma mia beni ti vogliu cchiù di lu me ciatu accusì criu ca vo beni a mia.
***************************
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΤΡΥΠΑΝΙ
Πά’ ν’ αγοράσω ένα μικρό τρυπάνι κι αργά θα ρθώ μιά πόρτα να τρυπήσω να δω το κοριτσάκι μου τί φτιάνει, γυμνούλι να το δω, να το κοιμίσω.
Φοβάμαι, όταν σε δω, μη με θαμπώσεις κι ορμήσω και την πόρτα σου τη σπάσω· άσε ανοιχτά, χαρά μου, να με νιώσεις, ζητάω να μπω, γλυκά να σ’ αγκαλιάσω.
Εφτά βαρκούλες με πανιά σε πάνε του έρωτα το λιμάνι για να πιάσεις, κι οι εφτά ουρανοί σου ανοίγουν και γελάνε, χαλάει η κάλμα απάνω της θαλάσσης.
Να’ναι καλά οι εφτά οι θεοί οι γενναίοι που σ’ έχουν φτιάξει, φως μου, ωραία τόσο. Κήπους μαραίνει ο ίσκιος σου όπου πνέει· ζήτα μου τη ζωή μου να σ’ τη δώσω.
Είσαι γλυκιά πολύ, σαν άγια εικόνα, σαν άγιο μύρο, σαν την Παναγία· φοράς στην κεφαλή χρυσή κορώνα και φέγγεις, κι όλα γύρω είν’ ευλογία.
Καδένα (και με δένεις και με ορίζεις), καδένα (την ψυχή μου οπού έχεις δέσει) είσαι, και τη ζωή μου μού χαρίζεις – κι αυτό εμένανε πολύ μ’ αρέσει.
No es que este arrepentido de haberte querido tanto, lo que me apena es tu olvido y tu traición me sume en amargo llanto; si vieras, estoy tan triste que canto por no llorar; si para tu bien te fuiste, para tu bien yo te debo perdonar!
Aquella tarde que yo te vi tu estampa me gusto, pebeta de arrabal, y sin saber por que te segui y el corazón te di y fue tan solo por mi mal. Mira si fue sincero mi querer que nunca imagine la hiel de tu traición. Que solo y triste me quede sin amor y sin fe y derrotado el corazón.
Despues de libar traidora en el rosal de mi amor te marchas engañadora para buscar el encanto de otra flor; y buscando la más pura, la más linda de color, la ciegas con tu hermosura para después engañarla con tu amor.
Ten cuidado, mariposa, de los sentidos amores, no te cieguen los fulgores de alguna falsa pasion, porque entonces pagaras toda tu maldad, toda tu traición.
Στίχοι: Celedonio Esteban Flores. Μουσική: Pedro Maffia. Πιάνο: Juanjo Hermida.
Eh die Nacht noch und ihr Volk in Scharen heilen Hauchs die Zäune überstiegen, soll der Wein im Schattenkrug versiegen, Gerten tränkend, die hineingefahren.
Kühl im Beerenbusch. Und wir gewahren weit hinaus im Auseinanderbiegen, wo die raunenden Arenen liegen glüh’nd und dunkel, dürstend und agraren.
Manchmal mit dem Donner der Geräte um die Erntewagen leise läuten wie im Orgelbrausen schwarze Messen,
und durch Mohn und Meilenstein die Drähte golden blinkend nach den Städten deuten der Paläste mit metallnen Tressen.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η παλιά φίλη του ιστολογίου κ. Laetitia Casta.
Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε. Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας, που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θά 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης, παρά περαστικός, με την ελπίδα μου, με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου και θα μου πουν δεν ξέρουν τί εγίνης. Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου κι άλλοι το σπίτι θά 'χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο που επίναμε για να ξαναζητήσω. Θα λείπεις, το κρασί τους θά 'ναι αλλιώτικο, όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα. Τριγύρω θά 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας, και θά 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
Together we'll stand Divided we'll fall Come on now people Let's get on the ball And work together Come on, come on Let's work together (Now now people) Because together we will stand Every boy, every girl and man People, when things go wrong As they sometimes will And the road you travel It stays all uphill Let's work together Come on, come on Let's work together You know together we will stand Every boy, girl, woman and man Oh well now, two or three minutes Two or three hours What does it matter now In this life of ours Let's work together Come on, come on Let's work together (Now now people) Because together we will stand Every boy, every woman and man Ahhh, come on now... Ahhh, come on, let's work together... Well now, make someone happy Make someone smile Let's all work together And make life worthwhile Let's work together Come on, come on Let's work together (Now now people) Because together we will stand Every boy, girl, woman and man Oh well now, come on you people Walk hand in hand Let's make this world of ours A good place to stand And work together Come on, come on Let's work together (Now now people) Because together we will stand Every boy, girl, woman and man Well now together we will stand Every boy, girl, woman and man
Ich liebe solche weiße Glieder, Der zarten Seele schlanke Hülle, Wildgroße Augen und die Stirne Umwogt von schwarzer Lockenfülle!
Du bist so recht die rechte Sorte, Die ich gesucht in allen Landen; Auch meinen Wert hat Euresgleichen So recht zu würdigen verstanden.
Du hast an mir den Mann gefunden, Wie du ihn brauchst. Du wirst mich reichlich Beglücken mit Gefühl und Küssen, Und dann verraten, wie gebräuchlich.
Το υλικό της ανάρτησης -κι ας λέει το ποίημα για "άσπρα μέλη"- μας το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου με τα μαύρα. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να γράψω το όνομά της...
Ansia de estar un día en un puente de mando, recibir en el rostro el castigo del viento; sin ninguna arribada, por siempre navegando, sin dudas ni temores, cansancio o desaliento.
Y no saber siquiera, en qué forma ni cuándo, ha de concluir el viaje -en milagro de cuento-; ni cuándo retornar a éste mi lecho blando, ni a la antigua ventana, ni al dorado aposento.
Acres de sal los labios, ruda racha en la frente, perdido el horizonte, sin destino la nave, sin nada que la guíe, sin nadie que la oriente,
mecida por las olas, columpiada en la cresta, apenas sobre el mástil las alas de algún ave; sólo el rumor del mar, y Dios como respuesta.
Το ποίημα μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Kate Beckinsale.
A chi mi aspetta in buona o mala fede a chi mi chiede «A Cuba cos'hai visto?» risponderò «La rivoluzione». Amico ho visto la rivoluzione da L'Avana a Santiago nella gente giorno per giorno la rivoluzione uomo per uomo la rivoluzione come lotta continua nel presente. A chi mi aspetta in buona o mala fede a chi mi chiede «Fidel tu l'hai visto?» risponderò «Amico si l'ho visto sette milioni ho visto di Fidel da L'Avana a Santiago nella gente giorno per giorno sempre con Fidel uomo per uomo sempre con Fidel nella lotta continua col presente» A chi mi aspetta in buona o mala fede a chi mi chiede «Fidel ti ha parlato» io urlerò «Cuba mi ha parlato». Il dovere del rivoluzionario è solo fare la rivoluzione e sola via è la lotta armata è la guerriglia nel Vietnam come in Bolivia come nel Vietnam. A chi aspetta in sola malafede e ancora chiede «Fidel ti ha parlato» io urlerò «Cuba mi ha parlato» io urlerò «Cuba mi ha parlato». Creare due tre molti Vietnam Creare due tre molti Vietnam Creare due tre molti Vietnam. Anche di te Cuba mi ha parlato anche per te Cuba mi ha parlato contro di te Cuba mi ha parlato è nella tua fabbrica il tuo Vietnam nel tuo padrone il tuo Vietnam nella tua scuola il tuo Vietnam nella carica della polizia il tuo Vietnam. Creare due tre molti Vietnam Creare due tre molti Vietnam Creare due tre molti Vietnam. Giorno per giorno sei nel Vietnam ora per ora sei nel Vietnam contro di te Cuba mi ha parlato contro di te Cuba mi ha parlato contro di te Cuba mi ha parlato. Creare due tre molti Vietnam Creare due tre molti Vietnam Creare due tre molti Vietnam.
Όντας τα λέει τα πάθια του, κανένας ξαλαφρώνει. Η ζάχαρη τ’ αψύ πιοτό λιγάκι το μερώνει. Και της ερωτοπλήγωτης καρδούλας το φαρμάκι με το παράπονο κι αυτό γλυκαίνεται λιγάκι.
Για το βαρύ το ντέρτι του ο νιός ξεμολογιέται σε φίλο του, απ’ τον έρωτα κι αυτός που τυραγνιέται, ή μοναχός του σ’ έρημα ρουμάνια και ραχούλες στις αύρες λέει τον πόνο του, στους βράχους, στις βρυσούλες.
Μετάφραση: Νίκος Χαντζάρας. Από το περιοδικό «», τ. Η΄, τχ. 405-406 (24.12.1931), σελ. 1277.
Σε βλέπω πάντα που κυλάς· Για πές μου, ψίχαλο, πού πας; Πού πας ομπρός οπίσω; - Τον κόσμο να φωτίσω.
Αφιερωμένο στον εικονιζόμενο φίλο μου Γιώργο Γραματικάκη, που αγαπάει την ποίηση του Σολωμού, επ' ευκαιρία της "Αυτοβιογραφίας του Φωτός" που σήμερα τελείωσα την ανάγνωσή της.
Esta noche tengo ganas de buscarla, de borrar lo que ha pasado y perdonarla. Ya no me importa el qué dirán ni de las cosas que hablarán... ¡Total la gente siempre habla! Yo no pienso más que en ella a toda hora. Es terrible esta pasión devoradora. Y ella siempre sin saber, sin siquiera sospechar mis deseos de volver...
¿Qué me has dado, vida mía, que ando triste noche y día? Rondando siempre tu esquina, mirando siempre tu casa, y esta pasión que lastima, y este dolor que no pasa. ¿Hasta cuando iré sufriendo el tormento de tu amor?
Este pobre corazón que no la olvida me la nombra con los labios de su herida y ahondando más su sinsabor la mariposa del dolor cruza en la noche de mi vida. Compañeros, hoy es noche de verbena. Sin embargo, yo no puedo con mi pena y al saber que ya no está, solo, triste y sin amor me pregunto sin cesar.
FRANÇOIS VILLON
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΗΣ
Κορμιά χρεοκοπημένα δίχως σπυρί μυαλό, Έκφυλα και χωρίς συνείδηση καμία, Αναίσθητα με σκάρτο το έρμο σας λογικό, Γιομάτα μοναχά από τρέλα και βλακεία· Που δίνετε ντροπή στο σόι σας κι ατιμία, Που τα υστερνά σας πάντα κακά είναι και ψυχρά, Δόλιοι, από τις πομπές σας! Δεν έχετε σταλιά Τύψη απ’ τη φρίκη αυτής της τόσης σας κακίας; Δέστε πώς τη ζωή τους χάσαν τόσα παιδιά Για κρίμα ή για κλεψιά ξένης περιουσίας.
Καθένας απ’ ατός του ας νιώσει το κακό, Και για να εκδικηθεί ας μην τον πιάνει βία. Ξέρουμε πως σα σκλάβοι ζούμε στον κόσμο αυτό. Υπομονή! Θαρρώ πως κάνουν ανοησία Όσοι λεβέντες ζουν μέσα στην αμαρτία, Κλέβοντας, ξεγελώντας, κάνοντας φονικά. Απ’ του Θεού τη χάρη ζουν πάντα τους μακριά Όσοι άσκεφτα χαλούν τα νιάτα τους με μίας· Και στο ύστερο τους γρόθους σφίγγουν μ’ απελπισιά Για κρίμα ή για κλεψιά ξένης περιουσίας.
Ποιό τ’ όφελος να ζούμε βίον υποκριτικό, Μ’ απάτη, ζητιανιά, δόλο και ψευδορκία, Γελώντας και φαρμάκια φτιάνοντας, στο κακό Ζώντας, χωρίς στιγμή να βρίσκουμε ησυχία, Και να μας τυραννούν ο φόβος κι η υποψία; Γι’ αυτό, με λίγα λόγια, ας κάνουμε καρδιά, Στον ίσιο δρόμο ας μπούμε –δεν είναι ακόμα αργά– Κάτου από τη σκεπή της θείας προστασίας· κάθε πομπή μας πέφτει στα έρμα μας γονικά για κρίμα ή για κλεψιά ξένης περιουσίας.
Ας ζούμε φιλιωμένοι βίον ειρηνικό, Γέροι και νιοί, ενωμένοι σ’ έναν κοινό σκοπό· Ο νόμος το απαιτεί κι η τάξη της θρησκείας, Να ζούμε ταχτικά, μακριά απ’ της ανομίας Τα δίχτυα. Κι όλοι νιώστε το αυτό που θα σας πω: Το σίγουρο λιμάνι μην παρατάμε πλιό Για κρίμα ή για κλεψιά ξένης περιουσίας.
Μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης. Από το βιβλίο: FRANÇOIS VILLON, «Οι μπαλάντες κι άλλα ποιήματα», εισαγωγή, έμμετρη μετάφραση και σχόλια Σπύρος Σκιαδαρέσης, Πλέθρον, Αθήνα 1979,σελ. 111.
Το ποίημα μάς το ζήτησε η φίλη του ιστολογίου κ. Adriana Lima.
Wsiadajcie, madonny madonny Do bryk sześciokonnych ...ściokonnych! Konie wiszą kopytami nad ziemią. One w brykach na postoju już drzemią. Każda bryka malowana w trzy ogniste farbki I trzy są końskie maści: od sufitu od dębu od marchwi. Drgnęły madonny I orszak konny Ruszył z kopyta.(...)
Migają w krąg anglezy grzyw I lambrekiny siodeł, I gorejące wzory bryk Kwiecisto-laurkowe. A w każdej bryce vis à vis Madonna i madonna W nieodmienionej pozie tkwi Od dziecka odchylona — białe konie — bryka — czarne konie — bryka — rude konie — bryka Magnifikat!
A one w Leonardach min, W obrotach Rafaela, W okrągłych ogniach, w klatkach z lin, W przedmieściach i niedzielach. I w każdej bryce vis à vis Madonna i madonna. I nie wiadomo, która śpi, A która jest natchniona — szóstka koni — one — szóstka koni — one — szóstka koni — one Zakręcone!
Μουσική: Zygmunt Konieczny. Στίχοι: Miron Białoszewski.
Ρυάκι ή λίμνη δεν υπήρχεν, Ούρσε, ή ρεύμα ή θάλασσα, όπου τα ποτάμια τα νερά τους εκβάλλουν, ή καν ίσκιοι μάντρας, και ψηλά τους νεφέλες ξαπλωτές γιομάτες βρόχιο χεύμα, ούτε άλλο εμπόδιο πουθενά, να κάνουν νεύμα, τα μάτια της να μην κοιτώ, το ξάστραμμά τους, ε κ τ ό ς από το βέλο εκείνο, που η Κυρά τους εφόρειε, ε γ ώ να γεύομαι του πόνου γεύμα. Κι εκειό το γέρσιμο του βλέμματός της φτάνει, σεμνό ή περήφανο, μια μαύρη νά ’ρθει μέρα, φριχτή, και πριν της ώρας μου να με πεθάνει. Μα πιο πολύ, θαρρώ το χέρι-περιστέρα της Δόννας δίνει μου τον πόνο, ωσάν δρεπάνι στα μάτια μου όταν μπρος υψώνεται ή σαν ξέρα.
S'è rifatta la calma nell'aria: tra gli scogli parlotta la maretta. Sulla costa quietata, nei broli, qualche palma a pena svetta. Una carezza disfiora la linea del mare e la scompiglia un attimo, soffio lieve che vi s'infrange e ancora il cammino ripiglia. Lameggia nella chiaria la vasta distesa, s'increspa, indi si spiana beata e specchia nel suo cuore vasto codesta povera mia vita turbata. O mio tronco che additi, in questa ebrietudine tarda, ogni rinato aspetto coi germogli fioriti sulle tue mani, guarda: sotto l'azzurro fitto del cielo qualche uccello di mare se ne va; né sosta mai: perché tutte le immagini portano scritto: "più in là"!
Το ποίημα μάς το έστειλε η φίλη του ιστολογίου κ. Abigail Clancy ("οπισθία όψις", όπως θα έλεγε και ο Νίκος Εγγονόπουλος).
Σου τό ’πα για τα σύννεφα Σου τό ’πα για το δεντρί της θάλασσας Για όλα τα κύματα για τα πουλιά μες στα φυλλώματα Για τα χαλίκια του θορύβου Για τα γνωστά μας χέρια Για το μάτι που γίνεται τόπι ή τοπίο Και το κομμάτι του ύπνου τού δίνει Τον ουρανό του χρώματός του Για όλη την πιωμένη νύχτα Για τη γρίλλια των δρόμων Για το ανοιχτό παράθυρο για το άθυρο μέτωπο Σου τό ’πα για τους λογισμούς και για τα λόγια σου Όλες οι θωπείες επιζούν Όπως επιζεί και η εμπιστοσύνη όλη.