ARTHUR RIMBAUD
ΟΙ ΞΕΨΕΙΡΙΣΤΡΕΣ
Ὅποτε
τοῦ παιδιοῦ τὸ μέτωπο, γεμάτο ἄλικες θύελλες,
τὸ
σμάρι τὸ λευκὸ ἱκετεύει ἀπὸ ὄνειρα ἀνακατεμένα, μύχια,
στὴν
κλίνη του ἔρχονται δυὸ γοητευτικὲς μεγάλες ἀδελφὲς
μὲ τὰ θεσπέσϊά τους κρινοδάχτυλα καὶ τὰ στιλπνά τους
νύχια.
Καθίζουν τὸ παιδὶ σ᾽ ἕνα παράθυρο, μπροστὰ σ᾽ ἕνα
περβάζι,
ὅπου οἱ γαλάζιες αὖρες λούζουν δέσμες λουλουδιῶν
γλυκά-γλυκά,
καὶ στὰ πυκνὰ μαλλιά του, ὅπου τ᾽ ἀγέρι τὴ δροσιά
του κατεβάζει,
τὰ τέλεια δάχτυλά τους κόβουν βόλτες — τρομερά, μὰ
τόσο ἁβρά.
Κοφτὲς οἱ ἀνάσες τους καὶ τὶς ἀκοῦς κοφτὲς-κοφτὲς ποὺ
τραγουδοῦν
καὶ στὸ τραγούδι ὀσμὲς παλιοῦ μελιοῦ καὶ ρόδων
χύνουνε ὕλη·
καμιὰ
φορὰ τοῦ τραγουδιοῦ τὸ μέλος κόβεται, καθὼς ρουφοῦν
τὰ
στόματά τους σάλια καὶ φιλιὰ ἀπὸ τὰ περιποαθῆ τους χείλη.
Βαριὰ τὰ βλέφαρά τους, καὶ τ᾽ ἀκοῦς πόσο βροντοῦν στὴν
ἠρεμία
τὴν ἀρωματισμένη· καὶ
τὰ δάχτυλά τους τὰ ἠλεκτρικὰ
πόσο
γλυκὰ τσακίζουν —πνέοντας μιὰ γκριζωπὴν ἀδιαφορία—,
ἐκεῖ
τὶς ψεῖρες τὶς μικροῦλες μὲ τὰ νύχια τὰ βασιλικά.
Καὶ
μέσα στὸ παιδί, ἰδού, ποὺ ἀνεβαίνουν μὲ κρασιὰ τῆς Ραθυμίας
οἱ
στεναγμοὶ μιᾶς φισαρμόνικας μὲ παραλήρημα καὶ μὲ ἅψη·
παιδὶ
κι ἂν εἶναι, νιώθει στὴ βραδύτητα τῆς ὅποιας τους θωπείας
ἀδιάκοπα ἕναν πόθο ἐντὸς του γιὰ φιλί, ἕναν πόθο του νὰ
κλάψει.
Μετάφραση: Γιῶργος
Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου