RAFAEL ALBERTI
ΜΕΣ’ ΑΠ’ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΟΥ ΒΓΗΚΕΣ
Μέσ’ απ’ τη θάλασσα που βγήκες πάλι μπαίνεις τώρα.
Τα χείλη μου κοιμούνται πλάι-πλάι με τ’ άρωμά σου.
Θα πιώ τα φύκια σου, κι απ’ τη χλωρίδα την αψιά σου
θ’ αρμέξω τις δροσιές: τα πόσιμα καυτά σου δώρα.
Με μένα δεν αργεί ποτέ της τής αυγής η ώρα·
τη βρίσκω πάντα ή καρφωμένη στην ψηλή θωριά σου
ή να γλιστρά σε διάδρομους γλυκούς μες στην κοιλιά σου:
στην άβυσσον εκείνη που με τρώει, τη σαρκοβόρα.
Από τη θάλασσα είσαι ήδη εδώ: άνθος πεταγμένο,
αστέρι που ’πεσε στη γης, κι εγώ με αφρούς το ραίνω
σπερματικούς, που φανερώνουν τον δικό μου μόχθο.
Τινάξου, ξάπλωσε, τεντώσου, σήκω ολόρθη κι έλα
να μπεις ολόκληρη στον λάρυγγά μου, υγρή κοπέλλα,
κι ανάλαβέ με δια παντός στων ουρανών τον όχθο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου