WILFRED OWEN
Dulce et Decorum Est
(Οράτιου Ωδές III.2.13)
Γλυκύ και Τιμητικό Υπέρ Πατρίδος θνήσκειν
Σκυφτοί σα διακονιάρηδες με ασήκωτα δισάκια
κατάκοποι πηγαίναμε, βήχοντας, βλαστημώντας,
και πίσω φλόγες έκαιγαν, αδιάκοπα στοιχειώναν
φαντάρους που σερνόμασταν ξεκούραση ζητώντας
Κοιμόντανε και ξυπόλητοι, κουτσαίνοντας πηγαίναν,
με μάτια κατακόκκινα, με ζάλη στο κεφάλι
η κούραση τους μέθαγε, κουφοί στον ήχο
ήχο πνιχτό που ήτανε βόμβα αερίων πάλι
Αέρια! Γρήγορα, παιδιά…ψαχουλευτά
και άπειρα, τα άγαρμπα τα φόρεσαν τα κράνη
Μα ακόμα κάποιος έσκουζε, τυφλά παραπατούσε
Σαν, λες, να τον πετάγανε σε ασβέστη ή σε καζάνι.—
Μέσα από φώτα πράσινα και τζάμια θολωμένα
σε θάλασσα μπλε πράσινη, τον έβλεπα, χανόταν,
σαν σε εφιάλτη το έβλεπα.
χτυπιόταν και πνιγόταν
Σαν σε εφιάλτη αν βάδιζες
πίσω απ’ το κάρο που τον είχαμε πετάξει,
με μάτια που σαν κόλαση
στο ρυπαρό τριγύρναγαν αμάξι
Σε κάθε τράνταγμα άκουγες να γουργουράει το αίμα
απ’ τα πνεμόνια βγαίνοντας που αέρια είχαν κάψει
σαν τον καρκίνο απαίσιο, σαν τη χολή μια πίκρα,
πληγές κι η αθωότητα που είχε πλέον πάψει
Φίλε δε θά ’λεγες θερμά σε ένα παιδί που δόξα περιμένει
το ψέμα «έντιμο, γλυκύ για την πατρίδα να πεθαίνει…»
Μετάφραση: Θεόδωρος Πέππας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου