VÍTĚZSLAV NEZVAL
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΟΡΣΕ
Πές μου σφυράκι των βούρλων
Ποιά πόλη διάβηκα των σπλάχνων
Ο κριός πολιορκεί πάση δυνάμει
Ενόσω κάποιος σε ξεσφίγγει
Πύργος από πιάτα
Μ’ εκράταγε στη βάση του σφιγμένον
Ουδέν οίδα – τούτο ξέρω
Η τύφλα μου κι ελόγου μου
Δίχως ίχνος αναμνήσεως
Από του δύτη τη δράση και τη μέριμνα
Τίποτ’ άλλο δεν κρατάμε
Εξόν την απόλαυση να κρατάς την ανάσα σου
Τη νοσταλγία μιας πόλεως αυτόχρημα ελαστικής
Και το πάθος να την ψάχνεις μες στα ερείπια
Και την αναπνοή μου την ίδια σιχαίνομαι
Άμα ακούω ήχους ακκορντεόν υπέροχους
Και τανυσμένο εκ βαθέων της θάλασσας το στήθος
να φουσκώνει
Καθώς των παντζουριών τα’ αερικό κινεί τα χείλη
κι απαλοσφυράει
Από το μέρος όπου ξεφουσκώνει μιά σαμπρέλα
Πλην όμως ο κορσές σαν παραθύρι από γυαλί απύθμενο
Πάνω στο τραπέζι έχει ξαπλάρει όσο το χιόνι πέφτει
Και αναπαύεται
Και μέσ’ από το άσχετο βαρέλι του
Ακούω ν’ ανεβαίνει μόνο η απόγευση η αψιά του τρύγου
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου