ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
Πλάσμα της φύσης, λάθρα βαστιέται απ’ τη ζωή,
κομπάρσος άπραγος ο εγωισμός των Άλλων. Σκιάχτρο,
όταν σωρεύεται ακόρεστα κι αποζητάει τυφλά.
Μα τέτοι’ αυτάρεσκη ματιά σκοτίζει χάρες κι ατέλειες,
νοθεύει την αγάπη. Συνήθως τα καταφέρνει
και παρεισφρύει ανάμεσά τους ενώ μοιάζει να
ανταποδίδει το βλέμμα στον θεατή που διστάζει
να πει αν χαίρονται ή δυσφορούν οι Άλλοι καθώς
εισέρχονται στο κάδρο από αριστερά. Μια δεκαριά
ψυχές στην τύχη. Σε αμήχανες στάσεις και όψεις
προδομένες. Απρόσμενα βρέθηκαν στην ερημιά,
πόλη δε φαίνεται πίσω τους. Μόνο αυτό το
πρόσωπο που τη νύχτα σιμώνει τον καθρέφτη.
Μαύρο μολύβι η νύχτα, μοιραίο περίγραμμα.
Ας μείνει λοιπόν άδηλη η θωριά μου, καλύτερα
να διαλυθεί στα σχήματα και το βάθος της εικόνας
όπου η θάλασσα κυριαρχεί με ατέλειωτους χορούς
των κυμάτων και τις μορφές της φαντασίας μας
ποντισμένες από χιλιάδες χρόνια. Τις ανοίγεις
με λάμα δίγλωσση και μέσα τους βρίσκεις άλλη μια
σε χαλαρή συμμετρία, σα Ρώσικες κούκλες.
Κι όσο γεμίζει αυτό το στυφό τεφτέρι της ζωής
που άλλες φορές σαν το λωτό γλυκαίνει – και τη βουλή
τρέποντας προς τη λέξη, αθροίζοντας τις αποφάσεις
αργά, πολύ αργά κι ωστόσο βάναυσ’ ανδρούμενος,
(τώρα κι η υπομονή μου δοκιμάζεται στ’ αλήθεια) –
τόσο ζητάω το παιχνίδι και τις μεταμορφώσεις
του νερού, κοχύλια να φέρνω στο τραπέζι μου
θαυμάζοντας άγρια κι ανθρώπινα μετρώντας, λες
κι αυτό το ταξίδι μου δεν θα τελειώσει ποτέ.
Με την όρεξη του νεαρού και τη σοφία του γέρου
ίσως τη γνώση του νέου και μια εύλογη συγκατάνευση.
Στον κύκλο της φωτιάς χορεύουν η σκέψη και η άνοια.
Κάθονται αντικρυστά κάτω από ένα δέντρο, κάπου
στο κέντρο της ζωγραφιάς. Είναι ‘κείνη η ελιά
των παλιών τοιχογραφιών, συμβολική του μέσου
και της συνέχειας της πορείας. Ξερή κι ακρότομη
απ’ τη μια κι από την άλλη πράσινα, φουντωμένα κλαδιά.
Ο νέος με τη λάμα στη ζώνη, ο γέρος με άσπρα γένια.
Τους γυροφέρνει μια λεοπάρδαλη. Είναι οι αισθήσεις
που οξύνονται, βιάζει το αίσθημα, ποικίλλεται ο νους.
Βρυχιέται κούφια διωκόμενη απ’ τα κοπάδια
των ανθρώπων και των μηχανών τους, απ’ τις σκιές
της μετριότητας και της ανημποριάς. Πάντοτε προσπαθεί
να ξεφύγει κι από άλλα, πιο τρομερά θηρία.
Χάμω, ανάμεσά τους σκορπισμένη χρυσή μονέδα.
Μεγάλη αξία και παλιά μες τους ανθρώπους
αλλά πρώτιστη όλων η υπομονή. Η δίκαιη
μοιρασιά της φέρνει ειρήνη κι ευδαιμονία όπως
και με το χρήμα, ο άδικος όμως θέλει
αντίθετα, τους άλλους νά έχουνε φορτωθεί με δαύτη.
Στην άκρη δεξιά του πίνακα φαίνεται από μακριά
αλλά μ’ ευκρίνεια το μνημείο. Πάνω στην πέτρα
τρεις κυματιστές γραμμές πλήρεις σοφίας. Ίσως
και ασαφούς ειρωνείας, κάτι αμφίλογο που
ξανοίγει στον τελευταίο, γιγάντιο κάβο του εγώ.
Θυμίζουν τρόπαια τα μνήματα μια που στο τέλος
όλοι ξεθάβουμε την όποια γενναιότητά μας.
Το θάρρος του ηθοποιού, του εραστή, ή του ζητιάνου.
Τα κουρέλια που τονε ζώνουν κάποτε ήσαν λαμπρά
φορέματα. Κρίσεις κι εμπειρίες τρίβουνε και
μπαλώνουν την πρώτη ευγένεια που μας δίνεται
κι ας βάνει ο νους και στο δειλό καρδιά, γίνεται
σώμα, πείνα ο δρόμος και η ψυχή στα δόντια`
σε μια ονειρική μοναξιά. Ο βίος πορεία
μέσα ’πό σκηνικά : υπέρογκες αρχιτεκτονικές,
παρηγορητικά ερείπια. Κι από την άλλη, του ύπνου
οι φαντασίες καταντάνε πεζές με τον καιρό. Είτε
ανούσια είδωλα των σκέψεων και των παθών της μέρας
είτε σημαίνουν γυμνά και αμετάβλητα, τα όνειρα
λόγος είναι, γυρεύει απόκριση κι έτσι υφαίνονται όλα.
Καθώς ολοκληρώνεται μοιάζει χιλιοειπωμένη,
εικόνα με αδρές μολυβιές που μεταφέρει την ελπίδα
να με τιμήσει ο θεατής με τα δικά του χρώματα.
Προσπαθεί πλάγια να δώσει το βλέμμα και τις σιωπές
του προσώπου χωρίς την βοήθεια του καθρέφτη,
όπως η μνήμη μιμείται τους νόμους και τον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου