Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ


OCTAVIO PAZ


Ο ΠΟΤΑΜΟΣ


Η πολιτεία ξάγρυπνη τρέχει στο αίμα μου, κυκλοφορεί σα μέλισσα.
Και το αεροπλάνο που χαράσσει έναν λυγμό σαν σίγμα λατινικό κεφαλαίο,
  τα τραμ που γκρεμίζονται σε κάτι προκεχωρημένες γωνίες,
το δέντρο τούτο το κατάφορτο με ύβρεις, που το ταρακουνάνε στην πλατεία,
  όταν χτυπάει μεσάνυχτα,
οι θόρυβοι που σηκώνονται και εκρήγνυνται, αλλά κι εκείνοι οι άλλοι που
  γλιστρούν και ψιθυρίζουνε στ’ αφτί κάποιο ερεθιστικό μυστικό τους,
όλα τούτα ανοίγουν το σκότος, βάραθρα των άλφα και των όμικρων, σήραγγες
  φωνηέντων σιωπηλών,
στοές που διατρέχω με τα μάτια δεμένα, αποκοιμισμένη η αλφάβητος εκβάλλει
  στα φρέατα σαν άλλος ποταμός μελάνης,
και η πολιτεία πάει κι έρχεται, και το λίθινο κορμί της γίνεται κομμάτια
  και θρύψαλα, σαν φτάνει στους κροτάφους μου,
όλη τη νύχτα, το κάθε κομμάτι, ένα-ένα, άγαλμα το άγαλμα, πηγή την πηγή
  και πέτρα την πέτρα, όλη τη νύχτα,
τα κομμάτια της γυρεύουνε στο μέτωπό μου τό ’να τ’ άλλο, όλη τη νύχτα η
  πολιτεία, ενώ κοιμάται, μιλάει με το στόμα μου,
και είναι λόγος ακατάληπτος και λοίσθιος, ψέλλισμα νερών και πέτρα που
  πολεμάει, η ιστορία της είναι.

Να σταματήσει μια στιγμή, να σταματήσει το αίμα μου, να το κάνει να
  σταθεί, να σταθεί που πηγαινοέρχεται, που όλο πηγαινοέρχεται και
  τίποτα δεν λέει,
ενώ κάθεται πάνω μου, και πάνω μου καθισμένο σαν γιόγκι στον ίσκιο της
  συκιάς, σα Βούδας στου ποταμού την όχθη, ω, ναι, να σταματήσει μια
  στιγμή,
μία μόνο στιγμή να σταματήσει, και, καθισμένο στου χρόνου την όχθη, την
  εικόνα να μου σβήσει του ποταμού που, ενώ ομιλεί κοιμώμενος, δεν λέει
  τίποτα και όλο με σέρνει και με τραβάει μαζί του,
καθισμένο στην όχθη να σταματήσει τη ροή του ποταμού, ν’ ανοίξει τη στιγμή,
  να διαπεράσει τις αίθουσές της τις έκθαμβες και να φτάσει στων υδάτων
  το κέντρο,
να πιεί στην πηγή την ακένωτη, να γίνει γαλάζιων συλλαβών καταρράχτης που
  γκρεμίζεται από πάνω από πέτρινα χείλη,
καθισμένο στην όχθη της νύχτας σα Βούδας που κάθεται στου ίδιου του εαυτού
  του την όχθη, το άνοιξε-κλείσε όντας της στιγμής,
η πυρκαγιά και ο όλεθρος και η γέννηση της στιγμής και η ανάσα της νύχτας
  που φτεροκοπάει τεράστια, καθώς χιμάει προς την όχθη του χρόνου,
να πει ό,τι λέει και ο ποταμός, λόγος μέγας γόνιμος πανόμοιος με χείλη,
  λόγος μέγας γόνιμος που ουδέποτε κενούται,
να πει ό,τι λέει και ο χρόνος με φράσεις λίθινες σκληρές, με νεύματα
  αχανή θαλάσσης που κόσμους υπερκατακλύζει πάντοτε, κόσμους και
  κόσμους.

Πάντα στα μισά του ποιήματος κατακυριεύομαι από απελπισία μεγάλη, τα πάντα
  μ’ εγκαταλείπουνε μόνον μου,
κανείς δεν είναι στο πλευρό μου, ούτε καν τα μάτια εκείνα που από πίσω απ’
  την πλάτη μου βλέπουν εκείνα που γράφω,
και ούτε πίσω υπάρχει ούτε εμπρός, η γραφίδα εξεγείρεται, δεν υπάρχει αρχή
  και τέλος, ούτε καν ένας τοίχος τουλάχιστον για να πηδήξω,
σπιανάδα παντέρμη είναι το ποίημα, τα λεκτά δεν είναι λεκτά και τα μη λεκτά
  είναι άλεκτα,
πύργοι, δώματα ερειπωμένα, βαβυλωνίες, θάλασσα με αλάτι μαύρο, βασίλειο
  τυφλό,
όχι,
να σταματήσω, να σωπάσω, να κλείσω τα μάτια μέχρι να βγει ν’ αναπηδήσει από
  μέσ’ απ’ τα μάτια μου ένα στάχυ, ένα σιντριβάνι ήλιοι
και η αλφάβητος να κυματίσει διάπλατη κάτω απ’ τον άνεμο του ονείρου, και
  η παλίρροια να φουσκώσει, να γίνει κύμα, και το κύμα να σπάσει το φράγμα,
να περιμένω ίσαμε να σκεπαστεί με αστέρια το χαρτί και δάσος να γίνει το
  ποίημα από λέξεις που ’ναι αναρριχητικές περιπλοκάδες,
όχι,
τίποτα να πω δεν έχω εγώ, κανείς δεν έχει να πει τίποτα, κανείς και τίποτα
  εκτός από το αίμα,
τίποτ’ άλλο εκτός απ’ αυτό το πηγαινέλα του αίματος, απ’ αυτή τη γραφή για
  ό,τι γραμμένο και από την επανάληψη της ίδιας λέξης στα μισά του
  ποιήματος,
συλλαβές του χρόνου, γράμματα σπασμένα, σταξιές μελάνης, αίμα που πάει κι
  έρχεται και δεν λέει τίποτα, και όλο με σέρνει και με τραβάει μαζί του.

Και λέω το πρόσωπό μου σκυμμένο πάνω απ’ το χαρτί, και κάποιος από πλάι μου
  γράφει, ενώ το αίμα έρχεται συνέχεια και πάει,
και η πόλη πάει κι έρχεται συνέχεια και συνέχεια μέσ’ απ’ το αίμα του, και
  θέλει κάτι να πει, ο χρόνος θέλει κάτι να πει, η νύχτα θέλει να πει,
  να μιλήσει,
όλη νύχτα ο άντρας θέλει να πει μία και μόνο μία λέξη, να πει επί τέλους
  τον λόγο του, που ’χει με πέτρες φτιαχτεί από κατεδάφιση,
και ακονίζω το αφτί, ν’ ακούσω θέλω ο άντρας τί λέει, να επαναλάβω τί λέει
  η πόλη, τί λέει η πόλη και μένει μετέωρη,
κι όλη τη νύχτα εντελώς στα τυφλά οι σπασμένες ψάχνονται πέτρες στο μέτωπό
  μου επάνω, όλη τη νύχτα το νερό παλεύει την πέτρα,
οι λέξεις τη νύχτα, η νύχτα τη νύχτα, και τίποτα πια δεν φωτίζει τη θαμπή
  ετούτη εδώ τη μάχη,
η ταραχή των όπλων δεν πετάει αστραπές στην πέτρα, ούτε καν σπίθα στη νύχτα,
  και εκεχειρία δεν γίνεται,
είναι μάχη μεταξύ αθανάτων θανάσιμη,
όχι,
να γυρίσουν πίσω, ν’ ανακόψουν το ποτάμι του αίματος, τον ποταμό της
  μελάνης,
να σταματήσουν τη ροή και τη νύχτα, να τις γυρίσουν και τις δύο τους πίσω,
  να εκθέσουν τα σπλάχνα τους,
να δείξει το νερό την καρδιά του που ’ναι ένα σμάρι πνιγμένοι καθρέφτες,
  δέντρο κρυστάλλινο που το ξεριζώνει ο άνεμος
(και κάθε φύλλο του πετάει και μαρμαίρει και χάνεται μέσα σ’ ένα βάναυσο
  φως, όπου οι λέξεις χάνονται μονίμως μέσα στου ποιητή την εικόνα),
να κλείσει ο χρόνος και να γίνει ουλή αθέατη η πληγή του, κομψή γραμμή
  ανεπαίσθητη στο δέρμα του κόσμου,
ν’ αποθέσουν οι λέξεις το όπλα και να γίνει το ποίημα μιά λέξη μοναδική
  με ύφανση πυκνότατη,
και να γίνει η ψυχή χωράφι μετά από το καψάλισμα, στήθος φεγγαρίσιο
  κάποιας απολιθωμένης θάλασσας, όπου δεν καθρεφτίζεται πλέον τίποτα
εκτός από μιαν έκταση εκτεταμένη, το διάστημα απλωμένο επάνω στον εαυτό
  του, τα απέραντα φτερά φαρδια-πλατιά ξεδιπλωμένα,
και να γίνουν τα πάντα σα φλόγα που σμιλεύεται και ψύχεται στο βράχο με
  τα διάφεγγα σπλάχνα,
λάμψη σκληρή που έγινε κιόλας κρύσταλλο και διαύγεια ειρηνική, διαύγεια
  γαλήνια.

Και ο ποταμός ανεβαίνει ξανά τη ροή του, διπλώνει ξανά τα πανιά του,
  μαζεύει ξανά τις εικόνες του και ύστερα ξανακλείνεται στον εαυτό του.


Γενεύη 1953


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

3 σχόλια: