Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ


Εστάζαν τα νερά απ’ την κόμη της βαριά στην πλάτη
και μες στο ημίφως γίνονταν πιο μαύρα κι απ’ το διάβολο·
κι ως έσπασαν στο στάξιμο και του ίδρωτα το αλάτι,
κατέβαλαν τοις μετρητοίς του πάθους το παράβολο.

Τη λίμνη, που σχημάτιζαν στα πόδια τα νερά της,
ενόμιζα πως την τροφοδοτεί υδρορρόη τέρατος –
σαν καταρράχτης που εταράχτη στα όνειρά της
κι από πεζός και χθαμαλός εγίνη τετραπέρατος.

Κοιτούσα των υδάτων το κατέβασμα εξ ύψους
και μου φαινόταν να ’κλαιγε (έτσι υγρό) το σύμπαν όμορφο,
το κάλλος πως απόμενε, βγαλμένο από τους γύψους
του καλουπιού, κι ότ’ είταν της Ιδέας τέλεια ομοιόμορφο.

Στεγνό κορμί, μετά, γερτό, σαν άνυσμα ευδίας·
της ίριδας το τάνυσμα, ύστερα, υπεράνω τέλματος·
και, τέλος, οι ήχοι που ’βγαλαν ο νυκτικός μανδύας
και το γλυκό το πάτημα του σιωπηλού της πέλματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου