JORGE LUIS BORGES
Ο ΑΛΛΟΣ
Στὸ πρῶτο ἀπ᾽ τὰ χιλιάδες χάλκινα μακρὰ
ἑξάμετρά του ὀ Ἕλληνας ἐπικαλεῖται
τὴν μῆνιν τοῦ Ἀχιλλέα γιὰ νὰ ὑμνήαει εἴτε
τὴ
μούσα τὴ γνωστὴ εἶτε μιὰ κρυφὴ φωτιά.
Ἤξερε
ὅτι ἕνας ἄλλος —ἕνας Θεός— κινεῖ
μ᾽ αἰφνίδιο φῶς τοὺς σκοτεινούς μας μόχθους. Αἰῶνες
μετὰ ἔρχεται ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ πεῖ μὲ εἰκόνες
ἀχνὲς
ὅτι τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ.
Τὸ τέλειο ἐργαλεῖο (τὸ πέρα ἀπ᾽ τὰ συνήθη)
ὁ ἀδίστακτος καὶ ἀνώνυμος θεὸς τὸ δίνει
στοὺς ἐκλεκτούς του: ὁ Μίλτων παίρνει τὴν ὀδύνη
τῶν τοίχων τῆς σκιᾶς· ὁ Θερβάντες μόνο λήθη.
Δικό του εἶναι ὅ,τι μὲς στοῦ χρόνου ἐγκεταστάθη
τὴ μνήμη. Ἁπλῶς δικό μας εἶν᾽ τὸ κατακάθι.
Μετάφραση: Γιῶργος
Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου