Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Η ΒΡΟΧΗ


FEDERICO GARCÍA LORCA


Η ΒΡΟΧΗ

Έχει η βροχή ένα μυστικό αόριστο και τρυφερούλι
και κάτι από υπνηλία υποτακτική και αγαπημένη·
μια μουσική λειψή και πενιχρή ξυπνάει μαζί της
κι η κοιμισμένη τού τοπίου ψυχή μεμιάς δονείται.

Είν’ ένας ασπασμός γαλαζωπός που παίρνει η Γαία,
ο μύθος ο πρωτόγονος που πραγματοποιείται:
του κρύου ουρανού η επαφή με το ήδη γερασμένο χώμα
στης αμφιλύκης την πραότητα που δεν κοπάζει.

Είν’ της οπώρας η αυγή: αυτή που φέρνει τ’ άνθη,
και μας φωτίζει των Ωκεανών το Άγιο Πνεύμα·
αυτή που τη ζωή απάνω στα σπαρμένα χύνει
και πόνο μέσα στην ψυχή για ’κείνα που δεν ξέρει·

η νοσταλγία η τρομερή για μιά ζωή χαμένη
και το μοιραίο αίσθημα πως ήρθαμε αργά στον κόσμο,
ή η φαντασίωση η ασίγαστη απίθανου όρθρου
στην ταραχή που με της σάρκας συγγενεύει χρώμα.

Ξυπνάει ο έρωτας μες στη γκριζάδα του ρυθμού του,
και ο εντός μας ουρανός αίμα άλικο αποκτά θριάμβου,
μα η αισιοδοξία μας σε λύπη παραλλάσσει,
καθώς κοιτάζει τις σταγόνες τις νεκρές στα τζάμια.

Σταγόνες: σαν τα μάτια του απείρου που θωρούνε
το ίδιο το άπειρο κενό που ως μάνα τούς γεννούσε.

Σταγόνες λυώνουν πάνω στην κρυστάλλινη θαμπάδα
και κάνουνε με τη βροχή πληγές Θεού από διαμάντια.
Είν’ του νερού ποιήτριες κι ο στοχασμός τους είδε
ό,τι αγνοεί ο ποταμός και τα παραποτάμια του όλα.

Ω σιωπηλή βροχή χωρίς βασανισμούς και ανέμους,
βροχή μειλίχια και όλο φως γλυκό και κουδουνάκια,
βροχή καλή και ειρηνική, η μόνη που αληθεύεις,
στα πράγματα σαν πέφτεις πάνω με οδυρμούς και θρήνους.

Και ναι, ω βροχή φραγκισκανή, που κουβαλάς στις στάλες
ψυχές διαυγών σιντριβανιών και ταπεινούλες κρήνες!
Σαν κατεβαίνεις σιγανά να πέσεις στα χωράφια,
τα ρόδα της καρδιάς μου με τους ήχους σου ανοίγεις.

Το άσμα το πρωτόγονο που ψέλνεις στη σιωπή μου
και η ιστορία η ηχηρή που διηγείσαι στα κλαράκια
θρηνητικά τα σχολιάζει η έρημη καρδιά μου
σ’ ένα πεντάγραμμο βαθύ και μαύρο δίχως κλείδα.

Γαλήνιας μιάς βροχής τη θλίψη στην καρδιά μου φέρνω,
την απραγματοποίητη κι ανέλπιδη τη θλίψη,
και βλέπω στον ορίζοντα έν’ αστέρι φωτισμένο,
πλην η καρδιά μου να βγώ να τό ’δω μ’ εμποδίζει.

Ω σιωπηλή βροχή που σ’ αγαπάνε τα δεντράκια,
στο πιάνο μου είσαι μιά ηδονή που όλον με αναστατώνει:
στα στήθη μου ομίχλες όμοιες δίνεις και αντηχήσεις
μ’ αυτές που τη νωθρή ψυχή ξυπνάνε του τοπίου.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


****************************


LA LLUVIA


La lluvia tiene un vago secreto de ternura,
algo de soñolencia resignada y amable,
una música humilde se despierta con ella
que hace vibrar el alma dormida del paisaje.

Es un besar azul que recibe la Tierra,
el mito primitivo que vuelve a realizarse.
El contacto ya frío de cielo y tierra viejos
con una mansedumbre de atardecer constante.

Es la aurora del fruto. La que nos trae las flores
y nos unge de espíritu santo de los mares.
La que derrama vida sobre las sementeras
y en el alma tristeza de lo que no se sabe.

La nostalgia terrible de una vida perdida,
el fatal sentimiento de haber nacido tarde,
o la ilusión inquieta de un mañana imposible
con la inquietud cercana del color de la carne.

El amor se despierta en el gris de su ritmo,
nuestro cielo interior tiene un triunfo de sangre,
pero nuestro optimismo se convierte en tristeza
al contemplar las gotas muertas en los cristales.

Y son las gotas: ojos de infinito que miran
al infinito blanco que les sirvió de madre.

Cada gota de lluvia tiembla en el cristal turbio
y le dejan divinas heridas de diamante.
Son poetas del agua que han visto y que meditan
lo que la muchedumbre de los ríos no sabe.

¡Oh lluvia silenciosa, sin tormentas ni vientos,
lluvia mansa y serena de esquila y luz suave,
lluvia buena y pacifica que eres la verdadera,
la que llorosa y triste sobre las cosas caes!

¡Oh lluvia franciscana que llevas a tus gotas
almas de fuentes claras y humildes manantiales!
Cuando sobre los campos desciendes lentamente
las rosas de mi pecho con tus sonidos abres.

El canto primitivo que dices al silencio
y la historia sonora que cuentas al ramaje
los comenta llorando mi corazón desierto
en un negro y profundo pentagrama sin clave.

Mi alma tiene tristeza de la lluvia serena,
tristeza resignada de cosa irrealizable,
tengo en el horizonte un lucero encendido
y el corazón me impide que corra a contemplarte.

¡Oh lluvia silenciosa que los árboles aman
y eres sobre el piano dulzura emocionante;
das al alma las mismas nieblas y resonancias
que pones en el alma dormida del paisaje!

2 σχόλια:

  1. Καταπληκτικό .
    Σαν να ζούσα τη βροχή... Διαβάζοντας ξανά και ξανά το ποίημα βροχή θα ναι σα να τη νιώθω μια και στο τόπο μας θα τη ξαναδούμε αργά το φθινόπωρο

    Σχέδιο με βροχή rokkos69

    ΑπάντησηΔιαγραφή