ΛΕΦΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ
ΒΡΥΧΗΘΜΟΣ
Βαδίζοντας μεθυσμένος στους δρόμους
άσπρα σακάκια πέφτουν απάνω μου
και συφιλιδικά βιολιά μες στην τσέπη μου
το άρωμά τους κοιμάται πάνω σε τοίχους συνθημάτων
κάνω του κεφαλιού μου
κάνω του ανέμου
κάνω των φύλλων.
Ένα φάντασμα με τις ανήσυχες σκέψεις της πόλης
Να προσευχηθώ σ’ όλους του σταυρωμένους
και τους βασανισμένους.
Να καταραστώ την απειλή που κρέμεται
πάνω απ’ τα κεφάλια μας
Να κλάψω για την αλλοτρίωση
Μόνο τα χέρια ενός αγωνιστή δεσμώτη
Θέλω να πετάξουν απ’ τα σίδερα και
νά ’ρθουν να ευλογήσουν όλο μου τον παροξυσμό
και τούτη την ποίηση.
Ω να λευτερωθώ γράφοντας σ’ όλους τους δρόμους
εμπρηστικά τετράστιχα γεμίζοντας όλους τους τοίχους
με ποίηση παραληρούσα ένα
ακαθοδήγητο αντάρτικο.
Να λευτερωθώ κι από λασπονέρια και καυσαέρια
του πνεύματος ας πάρει ο στίχος μου το δρόμο
των κακόφημων σπιτιών μ’ όρθιο τον φαλλό του
αδειανός απ’ το πυρ και το θειάφι
ας ανακατωθεί με τους ήχους της πόλης
κι ας γίνει το στουπί σε μεγάλα εργοστάσια
και γλάστρα λαϊκών συνοικισμών
ας κατρακυλήσει μέχρι τα χέρια της σνομπαρίας
Ω να λευτερωθώ μαζί με τους συντρόφους που αγαπώ
από τούτη τη σπηλιά του Πολύφημου
ας φέρει ο στίχος την αγάπη μου σ' όλους όσους
σπαράζουν όπως εγώ στο οδοντωτό σκοτάδι.
άσπρα σακάκια πέφτουν απάνω μου
και συφιλιδικά βιολιά μες στην τσέπη μου
το άρωμά τους κοιμάται πάνω σε τοίχους συνθημάτων
κάνω του κεφαλιού μου
κάνω του ανέμου
κάνω των φύλλων.
Ένα φάντασμα με τις ανήσυχες σκέψεις της πόλης
Να προσευχηθώ σ’ όλους του σταυρωμένους
και τους βασανισμένους.
Να καταραστώ την απειλή που κρέμεται
πάνω απ’ τα κεφάλια μας
Να κλάψω για την αλλοτρίωση
Μόνο τα χέρια ενός αγωνιστή δεσμώτη
Θέλω να πετάξουν απ’ τα σίδερα και
νά ’ρθουν να ευλογήσουν όλο μου τον παροξυσμό
και τούτη την ποίηση.
Ω να λευτερωθώ γράφοντας σ’ όλους τους δρόμους
εμπρηστικά τετράστιχα γεμίζοντας όλους τους τοίχους
με ποίηση παραληρούσα ένα
ακαθοδήγητο αντάρτικο.
Να λευτερωθώ κι από λασπονέρια και καυσαέρια
του πνεύματος ας πάρει ο στίχος μου το δρόμο
των κακόφημων σπιτιών μ’ όρθιο τον φαλλό του
αδειανός απ’ το πυρ και το θειάφι
ας ανακατωθεί με τους ήχους της πόλης
κι ας γίνει το στουπί σε μεγάλα εργοστάσια
και γλάστρα λαϊκών συνοικισμών
ας κατρακυλήσει μέχρι τα χέρια της σνομπαρίας
Ω να λευτερωθώ μαζί με τους συντρόφους που αγαπώ
από τούτη τη σπηλιά του Πολύφημου
ας φέρει ο στίχος την αγάπη μου σ' όλους όσους
σπαράζουν όπως εγώ στο οδοντωτό σκοτάδι.
Από το βιβλίο: Λεφτέρης Πούλιος, «Ο Γυμνός Ομιλητής», Κέδρος,
Αθήνα 1977, σελ. 14-15.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου