Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Η ΑΓΑΠΗ


FRANTIŠEK HALAS


Ο ΥΠΝΑΡΑΣ


Τις φτερούγες των αγγέλων συλλέγω των ανισχύρων μυγών
πτιλώματα κονισαλέα τυλίγονται οι σκώληκες οι ροδαλοί
    των αιθέρων
σε χιλιάδες των ματιών άνοιξε-κλείσε χίλιες της πτώσης
    η εικόνα ανανεώνεται φορές

Να κοιμηθείς πηγαίνεις και σταυραδερφός να γένεις του θανάτου
η κλίμαξ του Ιακώβ απ’ την κατάμαυρή της κατεβαίνει οσμή
η σκούπα του ανέμου τα ολόχρυσα σαρώνει στάχυα όπου έχεις
    ξαπλωθεί χίλια κομμάτια

Ο κρατήρας σε όστρακα φλογώδη με το γκάζι να παφλάζει
και δέρμα εξόριστο τσιτσιρίζεται η προζύμη ορυκτών
    μελλοντικών και αδαμάντων
στοιβάδες γεωλογικές σύνδεσμοι εποχών θεραπευμένων
    έκπαλαι και επ’ εσχάτων

Μέσ’ από την ανθρακιά μια τρυφερή εικόνα όλο με φτέρες
    γύρω της καπνίζει
λάβες καίει ο Σωτήρας λυγμικές στου κάθε τεθλιμμένου πότη
    το λαρύγγι
η σελήνη αμφορέας και η τέφρα διασκορπίζεται ενώ πλανόδιος
    την κατασκοπεύει ένας κομήτης

Ικριώματα μεταξωτά οι βλεφαρίδες και το μάτι ρώγα γέμουσα
    σπινθήρων
την κόρη βλέπει διαστέλλεται αρχιμηδείους γράφει κύκλους
    δίχως καν να τους ταράσσει
στης μύτης τα ριζά η συνοφρύωση μοιάζει παρατηρητής που τού
    γυρίσανε τα νώτα

Τσουβάλια κάργα στο σκουλήκι ολόαδεια αποθήκη νεροκάνατο
    φεγγάρι
το νεκροταφείο αυτευλογείται με χίλιους δυό σταυρούς επί ματαίω
    ταραγμένο
ενώ στων ρόδων τα ριζώματα κρεμιούνται φέρετρα Εσύ δε Λάζαρε
    απ’ τ’ όνειρό σου δεύρο έξω

Άδειος τάφος τ’ όνειρο όρθρου βαθέος κυμαίνεται η ακολουθία
    των δακρύων
της γής το άλας μες στο στόμα σου μέσα και χάνοντ’ αφανίζονται
οι ήχοι απ’ έξω που ουρλιάζουνε συνέχεια και λυσσάν ολόθολοι


Τ’ όνειρό σου φέρνεις κουβαλάς το μηδέποτε τελειωθέν χειρόγραφο
το μανιτάρι δηλητηρίου έμπλεων και χάριτος απείρου
το πιάτο του αίματός σου γαρνιρισμένο λευκοκύτταρα

Προσωπείο χασμάσαι στο στόμα παιχνίδι ατελείωτο παιχνίδι
στα χείλη σου κυψέλης στόμιο να σβουρίζουν ομαδόν οι σφήκες
ρήματα μπαμπαλίζεις βαβυλώνια Αμφιβολία τα πάντα

Ώριμες από καιρό των στίχων οι οπώρες Απ’ της γνώσεως το δέντρο
    τις χτυπάς με ένα ξύλο
στη γωνία ιστός αράχνης η θύμηση στιγμή τον στεναγμό σου δεν
    λυπάται
και στα μουσεία κοιμάται η μούμια που ’χει χρυσωμένα βλέφαρα
    και είναι η αγάπη




Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

1 σχόλιο: