Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΝΤΣΟΙ





ΟΜΗΡΟΣ ΜΠΕΚΕΣ (1886-1971)



ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ


Όταν μιλώ, να σκάνετε, γιατ’ είστε βλάκες πρώτης!
Αγροίκοι! Όσες κι αν βλέπετε μορφές στον κόσμ’ ωραίες,
για σας είναι αντικείμενα κι είναι για μένα ιδέες!..
Ο Δον Κιχώτης είμ' εγώ, της εμορφιάς ιππότης!

Γελάτε σα με βλέπετε, και λέτε: "- Ο Δον Κιχώτης!"
Μ' ακούστε : οι κόρες του Διός, που ζουν αιώνια νέες,
εννιά για εμέ πριγκίπισσες σταθήκαν Δουλσινέες!
Τις σκλάβωσα με το σπαθί του λόγου και της νιότης!

Οικόσημά μου τα όνειρα, μα κι η χλωμή μου η μούρη
δεν αντικρύζει, όπως εσείς, του Σάντσου το γαϊδούρι.
Τον Πήγασο με τα φτερά μπινεύω τα μεγάλα!

Κι αν θέλετε, ανεμόμυλοι, μ’ εμέ να μετρηθείτε,
βροντώντας γύρω σας ρυθμούς αθάνατους θα ιδείτε
με τα ωσαννά σας να ριχτώ στα σύννεφα καβάλλα!..



*****************************


ΟΙ ΣΑΝΤΣΟΙ


Καβάλλα στα γαϊδούρια τους οι Σάντσοι κάποια μέρα
   πηγαίνανε, μεστοί, στην αγορά.
Του ξέχειλου αφεδρώνα τους αντεποιείτο η σφαίρα
   του κυρ-γαϊδάρου την ουρά.

Η φάτσα του σελάγιζε σαν πορφυρό φεγγάρι.
   Και την κοιλιά τους βλέποντας, πρησμένη, από ψηλά
διελογίζοντο εμβριθώς πως πιότερη έχουν χάρη
   στον κόσμο αυτόν τα στρογγυλά.

Έτσι, μεστοί, ξεχειλιστοί και στρογυλοί τραβούσαν
   οι Κένταυρ’ οι γαϊδουρινοί,
και τρώγανε της εποχής τις σάρκες και μασούσαν
   κι ωστόσο μέναν πάντ’ αγνοί.

Άξαφνα, εκεί που οι χρυσανθοί φωτοβολούν της νιότης,
   στης φαντασίας το βουνό,
ορθώθηκ’ ένας αχαμνός πελώριος Δον Κιχώτης
   ανάμεσα σε γη και σ’ ουρανό.

Κι έκραξε: Ω εσείς, καμαρωτές στη μαύρη Στύγα βάρκες,
   μόσχοι χρυσοί και σιτευτά μηδενικά,
εσείς που θα λιανίζατε και του Χριστού τις σάρκες
   για κάποιο τερατώδη μουσακά,

ιδέτε, ο ήλιος έσβησε κι ήλιοι πολλοί ροδίζουν,
   κι ας είναι γύρω σας λιακάδα θερινή.
Χαλάσαν τα συστήματα και σαν τρελοί σβουρίζουν
   γύρω στη γη μας οι ουρανοί.

Οι Σάντσοι σταματήσανε, τον είδαν και γελάσαν
   με την καρδιά τους, ω άδολες χαρές!
Κι είτανε τόσο τρανταχτά τα γέλια που ξεσπάσαν
   και στων γαϊδάρων τις ουρές.

Κάνοντας όμως με το αβρό χεράκι του αντήλιο,
   ψάξανε μιά τον ουρανό και μιά τη γη,
κι είδαν μονάχα, τί να ιδούν; τον ψεύτικο τον ήλιο
   που βγαίνει πάντα κάθε αυγή.

Τότες, γαλήνιοι, εκέντρισαν τα ζώα τους με φούρια.
   - Σημεία, εμείς, και τέρατα δε βλέπουμε, τρελέ!
Μα ξεκινώντας είπανε τα ταπεινά γαϊδούρια:
   - Εμείς τα βλέπουμε, καλέ.




Το ποίημα «Οι Σάντσοι» είχε δημοσιευθεί στο αθηναϊκό περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» το έτος 1945.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου